Το σπιτάκι της βρίσκεται στα ορεινά του παραθαλάσσιου χωριού όπου περνώ τις διακοπές μου. Ενα οικοδομικό τίποτα, που όμως για τους ανθρώπους οι οποίοι το κατοικούν είναι το άπαν. Τόσο μεράκι και φροντίδα επενδεδυμένα σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα αυλής –το κατώφλι του σπιτιού δεν το έχω περάσει –θα ήταν δύσκολη δουλειά και για έναν δεξιοτέχνη σκηνογράφο. Ακόμη και το λάστιχο με το οποίο η άνω των εβδομήντα ετών κυρία Κούλα ποτίζει τα δεκάδες μυριστικά και καλλωπιστικά της τυλίγεται με τόσο ιδιαίτερο τρόπο που αναβαθμίζεται σε διακοσμητικό στοιχείο. Για να τα βγάλει πέρα, δίνει αβγά στις γειτόνισσες από τις κότες της –και ελπίζω να μη σπεύσουν τίποτα ελεγκτές να διαπιστώσουν αν κόβει αποδείξεις. «Κυρία Κούλα», φωνάζουμε από τον δρόμο και χωρίς να της πούμε τι θέλουμε, όσο να τσιμπολογήσουμε τα βασιλικά και τους δυόσμους της, βγαίνει στο κατώφλι με το σακουλάκι έτοιμο. Δέκα αβγά ημέρας, τρία ευρώ.

Ετσι έγινε και προχθές. Της έδωσα πεντάευρο κι έψαξε στις τσέπες της για τα ρέστα. Ανάμεσα όμως στα ετερόκλητα που καταχωνιάζονται στις τσέπες μιας νοικοκυράς του χωριού –λαστιχάκια, μανταλάκια, λίγα αμύγδαλα, σπάγκος, ένα σουγιαδάκι –βρήκε μόνο ένα ευρώ. «Δεν πειράζει», της είπα. «Μεθαύριο που θα ξαναπάρω τα βρίσκουμε». Σχεδόν με αγριοκοίταξε και με ένα αυστηρό, μακρόσυρτο και αδιαπραγμάτευτο «όχι» έσπευσε στο σπίτι για να μου φέρει ένα ακόμη ευρώ… Πέρυσι στο δημοψήφισμα είχε λεχθεί ότι το «δανεικά κι αγύριστα» δεν είναι αξιοπρέπεια, είναι κουτσαβακισμός. Το είχα κατανοήσει θεωρητικά. Η κυρία Κούλα με έμπασε, από την πίσω πόρτα, στην ουσία του. Τα σέβη μου.