«Σπανίως τον βλέπαμε το πρωί» θυμάται η Μπρούνχιλντ Πόμσελ για το πρώην αφεντικό της Γιόζεφ Γκέμπελς. «Ανέβαινε τα σκαλιά από το μικρό παλάτι του κοντά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, δίπλα από το τεράστιο υπουργείο Προπαγάνδας του. Προχωρούσε σαν ένας μικρός δούκας και μέσα από τη βιβλιοθήκη έφθανε στο όμορφο γραφείο του στον περίφημο δρόμο Unter den Linden». Η Πόμσελ, 105 ετών σήμερα, εργάστηκε για χρόνια στην καρδιά της ναζιστικής μηχανής προπαγάνδας. Καθώς ξεκινά να προβάλλεται το ντοκιμαντέρ «Μια γερμανική ζωή» για τη ζωή της, μιλά για την πλήρη έλλειψη ενοχών από πλευράς της καθώς και για την ιδιωτική πλευρά του Γκέμπελς. Χαμογελά καθώς θυμάται το αφεντικό της να φθάνει στο γραφείο όπου εκείνη εργαζόταν ως γραμματέας του. Θυμάται πόσο κομψά ήταν τα έπιπλα στον προθάλαμο όπου καθόταν μαζί με άλλες πέντε γραμματείς, πως τα νύχια του ήταν πάντα περιποιημένα.

«Ξέραμε πάντα πότε έφθανε, όμως δεν τον βλέπαμε παρά όταν έφευγε, όταν έβγαινε από την πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο μας, ώστε να μας ρωτήσει αυτά που ήθελε ή να τον ενημερώσουμε για τα τηλέφωνα. Κάποιες φορές, τα παιδιά του έρχονταν ενθουσιασμένα να τον επισκεφθούν μαζί με το τεριέ της οικογένειας. Ηταν πολύ ευγενικά, έκαναν υπόκλιση και μας χαιρετούσαν διά χειραψίας».

Η Πόμσελ έδωσε αυτές τις ημέρες για πρώτη φορά –λόγω της ταινίας –συνεντεύξεις για τη ζωή της. Εχοντας χάσει την όρασή της εδώ και έναν χρόνο, δήλωσε στην «Γκάρντιαν» ότι χαίρεται καθώς πλησιάζει προς τον θάνατο. «Στον ελάχιστο χρόνο που μου έχει απομείνει –εύχομαι να είναι μήνες και όχι χρόνια –ελπίζω ότι ο κόσμος δεν θα έρθει τα πάνω κάτω και πάλι, όπως είχε γίνει τότε, αν και έχουν σημειωθεί κάποιες φριχτές εξελίξεις. Αισθάνομαι ανακουφισμένη που δεν έχω παιδιά για να ανησυχώ».

Αρα, ποιο ήταν το κίνητρο για να σπάσει τη σιωπή της τώρα, μια και μάλλον είναι η τελευταία επιζήσασα από τον στενό κύκλο της ναζιστικής ηγεσίας; «Δεν είναι, σε καμία περίπτωση, για να καθαρίσω τη συνείδησή μου» δηλώνει. Ηταν αρμόδια, μεταξύ άλλων, για να περιορίζει τον αριθμό των γερμανών στρατιωτών που πέθαιναν και να παρουσιάζει ιδιαίτερα αυξημένο τον αριθμό των βιασμών Γερμανίδων από τον Κόκκινο Στρατό. Ηταν, όπως λέει, «μια απλή δουλειά».

Στις 30 ώρες που διήρκεσαν οι συνεντεύξεις της για την ταινία δεν δείχνει καμία ενοχή, καμία μεταμέλεια. Αυτό που λέει είναι ότι έκανε ό,τι και οι περισσότεροι Γερμανοί. Περιγράφει τον εαυτό της ως αποτέλεσμα πρωσικής πειθαρχίας. Οταν ο πατέρας της γύρισε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «μας έδερνε με το σκουπόξυλο όταν ήμασταν απείθαρχοι. Αυτό, η αίσθηση του καθήκοντος, με καθόρισε».

Θυμάται πόσο άλλαξε η ζωή της εβραίας φίλης της Εβα Λέβενταλ, αφότου ανήλθε στην εξουσία ο Χίτλερ. Θυμάται ότι σοκαρίστηκε όταν έμαθε πως ένας ραδιοφωνικός παραγωγός στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Ομως, υποστηρίζει, ήταν σαν να ζούσε σε μια φούσκα, χωρίς να γνωρίζει τι έκαναν οι Ναζί, παρότι βρισκόταν στην καρδιά του συστήματος. «Ξέρω ότι δεν μας πιστεύει κανείς –όλοι νομίζουν ότι ξέραμε τα πάντα. Δεν τα ξέραμε, γίνονταν εν κρυπτώ».

Στο υπόγειο καταφύγιο του Αδόλφου Χίτλερ

Μια μέρα μετά τα γενέθλια του Χίτλερ, θυμάται η Πόμσελ, ο Γκέμπελς και οι συνεργάτες του διατάχθηκαν να πάνε στο υπόγειο καταφύγιο του φύρερ για τις τελευταίες ημέρες του πολέμου. «Φροντίσαμε να έχουμε πολλά μπουκάλια αλκοόλ για να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας. Μείναμε αποσβολωμένοι όταν μάθαμε στις 30 Απριλίου για την αυτοκτονία του Χίτλερ». Μαζί με τις άλλες γραμματείς πήραν λευκά σακιά και έφτιαξαν μια μεγάλη σημαία για να παραδοθούν στους Ρώσους. Πέρασε πέντε χρόνια σε ρωσικές φυλακές και μόνο όταν επέστρεψε στο Βερολίνο, λέει, έμαθε για το Ολοκαύτωμα. Εψαξε για την εβραία φίλη της. Είχε σταλεί στο Αουσβιτς τον Νοέμβριο του 1943, όπου και θανατώθηκε.