Χθες στην Τουρκία οι Αρχές έκλεισαν ακόμη μια εφημερίδα. Λέγεται «Ozgur Gundem», πουλάει μόλις 7.500 φύλλα. Μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό λογοκρισίας αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η κυβέρνηση έχει βάλει λουκέτο σε περισσότερα από 130 μέσα ενημέρωσης μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος εις βάρος του τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν. Στην περίπτωση της «Ozgur Gundem», ωστόσο, ο λόγος δεν είναι η υποτιθέμενη σχέση της με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον αυτοεξόριστο ιμάμη, που ο Ερντογάν θεωρεί ηθικό αυτουργό του πραξικοπήματος και για τον οποίο οι εισαγγελείς της Κωνσταντινούπολης πρότειναν να καταδικαστεί σε δις ισόβια και επιπλέον 1.900 χρόνια κάθειρξη. Η «Ozgur Gundem» είναι αριστερή, φιλοκουρδική κι έκλεισε για «διάδοση τρομοκρατικής προπαγάνδας». Σύμφωνα με το δικαστήριο που έλαβε τη σχετική απόφαση, η εφημερίδα ενήργησε ως «ντε φάκτο ειδησεογραφικό όργανο» του ΡΚΚ.

Ο τρόπος που ελέγχεται η ενημέρωση στην Τουρκία είναι άγνωστος στην Ευρώπη. Δεν είναι καθόλου άγνωστος όμως ο ίδιος ο έλεγχος. Στην Ιταλία, ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι κατηγορείται ότι ξήλωσε τους διευθυντές ειδήσεων της δημόσιας τηλεόρασης, επειδή θεωρούσε τα δελτία τους αντικυβερνητικά ή τέλος πάντων όχι τόσο κυβερνητικά όσο ενδεχομένως θα ήθελε. Ανάμεσα στους αποπεμφθέντες ήταν η Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ, κόρη του ιστορικού ηγέτη της ιταλικής Αριστεράς Ενρίκο Μπερλινγκουέρ και διευθύντρια έως πριν από μερικές ημέρες της παραδοσιακά αριστερής RAI 3. «Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν εντονότατες πιέσεις από πάνω, αδέξιες και χυδαίες επιθέσεις από υψηλά ιστάμενους κύκλους της πολιτικής» κατήγγειλε η ίδια. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν τα πήγε ποτέ καλά με τα λεγόμενα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης, ενώ η κρατική τηλεόραση τελεί παραδοσιακά υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της εκάστοτε εξουσίας.

Τόσο για την Ιταλία όσο και για την Ελλάδα η Τουρκία είναι μακριά. Αλλά πόσο μακριά είναι η Ουγγαρία; Πιθανότατα όχι και τόσο. Εκεί ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν δημιούργησε μια νέα γενιά βαρόνων των μέσων ενημέρωσης τα οποία ασφαλώς είναι απολύτως φιλικά απέναντι στην κυβέρνησή του. Το πιο εμβληματικό πρόσωπο αυτής της μιντιακής βαρονίας –σημειώνουν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» –είναι ο 72χρονος Αντι Βάινα, άλλοτε παραγωγός του Χόλιγουντ, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του όπως η σειρά ταινιών «Ράμπο» και «Εξολοθρευτής». Ο Βάινα επέστρεψε στη χώρα του το 2010. Και έγινε «καναλάρχης» αγοράζοντας τον περασμένο χρόνο ένα τηλεοπτικό δίκτυο εθνικής εμβέλειας το οποίο έμεινε ορφανό έπειτα από τη σύγκρουση των δύο ιδιοκτητών του με τον ούγγρο πρωθυπουργό. Η συνέχεια αυτή τη φορά για τον Αντι Βάινα δεν γράφτηκε στη μεγάλη οθόνη αλλά στη μικρή.

Η κρατική διαφήμιση και τα χρυσά αυγά

Η κότα που κάνει τα χρυσά αυγά για τους νέους καναλάρχες της Ουγγαρίας είναι η κρατική διαφήμιση. Η περίπτωση του τηλεοπτικού δικτύου TV2, δεύτερου μεγαλύτερου της χώρας, είναι χαρακτηριστική. Και η άκρη του νήματος ξεκινάει από την εν πολλοίς ανεξήγητη σύγκρουση ανάμεσα στον Ορμπαν και τον Λάιος Σίμιτσκα, τοπικό μεγιστάνα των μίντια και άλλοτε ταμία του κυβερνώντος κόμματος. Ο Σίμιτσκα επρόκειτο να αγοράσει το κανάλι, το οποίο όμως κατέληξε στα χέρια του Βάινα χάρις στο δάνειο που πήρε ο τελευταίος από κρατική τράπεζα. Τον περασμένο χρόνο το κανάλι του πρώην παραγωγού του Χόλιγουντ πήρε το ένα πέμπτο της κρατικής διαφήμισης, τέσσερις φορές περισσότερο από τον ανταγωνιστή του. Οσο για τον Σίμιτσκα, πλήρωσε τη σύγκρουσή του με τον Βίκτορ Ορμπαν πολλαπλώς: Η «agyar Nemzet, συντηρητική εφημερίδα που άλλοτε στήριζε το κόμμα του πρωθυπουργού για να το αντιπολιτευθεί στη συνέχεια, είδε το μερίδιό της στην πίτα της κρατικής διαφήμισης να πέφτει κατά 80% μέσα σε δυο χρόνια. Και τον περασμένο χρόνο ο Σίμιτσκα αποφάσισε να πουλήσει τον Class FM, έναν ραδιοφωνικό σταθμό με περίπου 3 εκατομμύρια ακροατές. Οι λόγοι της απόφασης δεν έχουν διευκρινιστεί. Αλλά μπαίνει στον πειρασμό να τους φανταστεί κανείς.