Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε αφαίρεση του θυρεοειδούς, διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο επιπλοκών όταν ο γιατρός τους έχει μεγάλη εμπειρία σε αυτού του είδους τις επεμβάσεις, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

Επιστήμονες από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Duke, στη Βόρεια Καρολίνα, ανέλυσαν στοιχεία από σχεδόν 17.000 Αμερικανούς, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε θυρεοειδεκτομή μεταξύ 1998 και 2009, είτε εξαιτίας καρκίνου είτε εξαιτίας καλοηθών νοσημάτων του αδένα.

Συνολικά, το 6% από αυτούς είχαν τουλάχιστον μία επιπλοκή έπειτα από την επέμβαση, όπως βλάβη στα νεύρα των φωνητικών χορδών, υπερβολική αιμορραγία, κακή επούλωση της χειρουργικής τομής, αναπνευστικά ή καρδιολογικά προβλήματα, ορμονική ανεπάρκεια κ.λπ.

Τα ποσοστά των επιπλοκών ήταν 4% μεταξύ των πεπειραμένων χειρουργών (ορίσθηκαν ως εκείνοι οι οποίοι εκτελούσαν 26 ή περισσότερες θυρεοειδεκτομές κάθε χρόνο) και 6% μεταξύ όσων εκτελούσαν λιγότερες από 25 επεμβάσεις τον χρόνο, αλλά όσο μειωνόταν ο αριθμός των επεμβάσεων τόσο αυξανόταν ο κίνδυνος επιπλοκών.

Μόλις το 19% των ασθενών είχαν χειρουργηθεί από πεπειραμένους χειρουργούς. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν χειρουργηθεί από γιατρούς που εκτελούν μόλις μία θυρεοειδεκτομή ετησίως, ενώ ο μέγιστος αριθμός επεμβάσεων που εκτελούσαν κάποιοι (λίγοι) γιατροί έφθανε τις 157, γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «Annals of Surgery».

Με βάση τα στοιχεία τους, οι ερευνητές υπολόγισαν πως όσοι χειρουργήθηκαν από τους γιατρούς που έκαναν μόνο μία επέμβαση κατ’ έτος, είχαν κατά 87% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν κάποια επιπλοκή.

Αντίστοιχα, είχαν 68% περισσότερες πιθανότητες επιπλοκής όταν ο χειρουργός τους εκτελούσε δύο έως πέντε θυρεοειδεκτομές τον χρόνο, 42% περισσότερες πιθανότητες με 6-10 θυρεοειδεκτομές τον χρόνο και 22% περισσότερες πιθανότητες με 11-15 εγχειρήσεις τον χρόνο.

Με τους χειρουργούς που εκτελούσαν 16-20 θυρεοειδεκτομές τον χρόνο, ο κίνδυνος επιπλοκών αυξανόταν κατά 10% ενώ με όσους έκαναν 21-25 επεμβάσεις τον χρόνο η αύξηση του κινδύνου ήταν 3%, σε σύγκριση με όσους εκτελούσαν 26 ή περισσότερες σε ετήσια βάση.

Τα νέα ευρήματα επιβεβαιώνουν εκείνα προγενέστερων μελετών που καταδεικνύουν τη σημασία της πείρας στην επιτυχή έκβαση των χειρουργικών επεμβάσεων, δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Τζούλι Ανν Σόουσα, καθηγήτρια Χειρουργικής, διευθύντρια Ενδοκρινικής Χειρουργικής και επικεφαλής της Ομάδας Ενδοκρινικών Νεοπλασιών τουDuke.

«Ωστόσο είναι τα πρώτα που προσδιορίζουν και ένα όριο χειρουργικών επεμβάσεων για τον χειρουργό, πάνω από το οποίο μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος επιπλοκών», πρόσθεσε.

Για όλες τις εγχειρήσεις

Όπως εξηγεί ο χειρουργός Εμμανουήλ Ζαχαράκης, διευθυντής Χειρουργικής Ανώτερου Πεπτικού στο ΙΑΣΩ General και συνεργάτης της Κλινικής «Άγιος Λουκάς» στη Θεσσαλονίκη, η χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα είναι πολύ συνηθισμένη και συνήθως γίνεται σε περίπτωση καρκίνου, υπερθυρεοειδισμού, βρογχοκήλης ή ακόμα και όζων.

«Παρότι η πλειονότητα των ανθρώπων έχουν όζους στον θυρεοειδή τους, μόνο στο 5-7% των περιπτώσεων είναι κακοήθεις», σπεύδει να διευκρινίσει.

Και συνεχίζει: «Αν και η ολική θυρεοειδεκτομή είναι γενικά μια ασφαλής επέμβαση, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές που δύνανται να αλλάξουν τη ζωή του χειρουργημένου ασθενή.

»Παραδείγματα τέτοιων επιπλοκών είναι η αιμορραγία, τα προβλήματα με τους παραθυρεοειδείς αδένες και οι βλάβες στο λαρυγγικό νεύρο, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολίες στην ομιλία, στην αναπνοή και στην κατάποση».

Οι επιπλοκές αυτές αυξάνουν το κόστος της φροντίδας του ασθενούς και υπονομεύουν την ποιότητα της ζωής του, προσθέτει.

Όποια κι αν είναι η αιτία που θα οδηγήσει τον ασθενή στο χειρουργείο, «αυτός έχει κάθε δικαίωμα να γνωρίζει την εμπειρία του ανθρώπου που θα τον χειρουργήσει», τονίζει ο δρ Ζαχαράκης. Και αυτό, δεν αφορά μόνο όσους πρόκειται να κάνουν επέμβαση στον θυρεοειδή, αλλά γενικώς όσους ασθενείς προγραμματίζουν ένα χειρουργείο.

«Όλοι μας οφείλουμε να ελέγχουμε την εκπαίδευση και την εμπειρία του χειρουργού, προκειμένου να κινδυνεύουμε λιγότερο από πιθανές επιπλοκές, ανεξάρτητα από το είδος του χειρουργείου στο οποίο πρέπει να υποβληθούμε», λέει.

«Προς την ίδια κατεύθυνση θα βοηθούσε η καταγραφή των ποσοστών νοσηρότητας και θνητότητας, του μέσου όρου νοσηλείας και του αριθμού επανεγχειρήσεων των επιμέρους χειρουργών από τα νοσοκομεία, και η διάθεση των στοιχείων αυτών στο κοινό διαδικτυακά, έτσι ώστε οι ασθενείς να επιλέγουν με πιο ορθολογικό τρόπο τον θεράποντα χειρουργό τους».