Το γαρ πολύ της εκλογολογίας προκαλεί κυβερνητική αλλεργία. Ο κανόνας αυτός της πολιτικής ψυχολογίας επιβεβαιώθηκε χθες. Σε πιο έμμεσο τόνο –αλλ’ όποιος κατάλαβε, κατάλαβε –ο Πρωθυπουργός και –σαφώς πιο τσεκουράτα –η κυβερνητική εκπρόσωπος έκοψαν τα σενάρια για πρόωρες κάλπες. Λογικό. Οι κυβερνήσεις έχουν το χαρτί των εκλογών για να το παίζουν οι ίδιες, είτε αιφνιδιαστικά σε συγκυρία που τις συμφέρει είτε σε στιγμή που πρέπει να πατήσουν το κουμπί της εξόδου. Οχι για να κάνουν παιχνίδι άλλοι. Πόσω μάλλον που η εκλογολογία δεν ωφελεί καθόλου τους κυβερνώντες σε φάση που είναι από κάτω στις δημοσκοπήσεις. Σε ένα τέτοιο αριθμητικό περιβάλλον, η εκλογολογία τείνει να εξισωθεί με παράδοση ή αναδιανομή εξουσίας –κάτι που δεν βοηθά τη συμπολίτευση. Η εκλογολογία, με την οπτική του Μαξίμου και των κεντρικών συστημάτων εξουσίας, είναι λοιπόν άκαιρη και διόλου ευπρόσδεκτη.

Ωραία όλα αυτά –ποιος όμως άνοιξε το κουτί της εκλογικής παραφιλολογίας; Η κυβέρνηση. Οχι διά των λόγων της –στους οποίους όμως ουδείς αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική –αλλά διά των έργων της. Οταν καίγεσαι να ψηφίσεις εκλογικό νόμο πριν κλείσεις χρόνο από τις τελευταίες εκλογές, τι μήνυμα δίνεις; Οταν ο εκλογικός αυτός νόμος είναι η απλή αναλογική και καίγεσαι να τον περάσεις με 200 ψήφους στη Βουλή για να ισχύσει αμέσως, τι συνειρμούς προκαλείς; Οταν ψάχνεσαι από εδώ κι από εκεί για να βρεις νέους συμμάχους και για το εκλογικό σύστημα, αλλά και για την αναθεώρηση του Συντάγματος –που κι αυτή εκλογές προϋποθέτει –τότε τι σενάρια πυροδοτείς; Σενάρια για πρόωρες κάλπες ή για διπλές εκλογές ή για μίνι οικουμενικές κυβερνήσεις και τα τοιαύτα. Με απλά λόγια, η εκλογολογία προκύπτει από την προσεκτική παρατήρηση όχι των λεγομένων αλλά της σκιάς της κυβέρνησης –άρα δεν πρόκειται ακριβώς περί όνου σκιάς.