«Τα τελευταία χρόνια, η παγκόσμια εικόνα που υπήρχε για την Ελλάδα έχει μεταμορφωθεί, από τον ειδυλλιακό τόπο αναψυχής στη Μεσόγειο σε αυτόν μιας χώρας με σοβαρά προβλήματα. Οι εποχές του “Big fat greek wedding” έχουν περάσει. Και όχι μόνο από οικονομική άποψη –θυμηθείτε και τις ταραχές στην Αθήνα το 2008. Οπως ήταν αναμενόμενο, και ο κινηματογράφος της Ελλάδας άλλαξε πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο αυξανόμενος αριθμός των ανεξάρτητων και ανεξήγητα παράξενων νέων ελληνικών ταινιών που γίνονται τον καιρό της κρίσης προανήγγειλε με τον τρόπο του ένα νέο ελληνικό κύμα. Κάποιοι το αποκαλούν “greek weird wave”». Αυτά έγραφε η «Γκάρντιαν» πριν από πέντε μόλις χρόνια (αγνοώντας κομψά πως η ίδια «εγκαινίασε» τον επίμαχο αγγλικό όρο) –το ελληνικό σινεμά όμως δεν σταμάτησε να ταξιδεύει στο εξωτερικό.

Λίγες μέρες πριν, δυο έλληνες κινηματογραφιστές, ο Στέργιος Πάσχος και η Ζακλίν Λέντζου, έφευγαν από το Φεστιβάλ του Λοκάρνο με βραβεία από την Κριτική Επιτροπή των Νέων, για μεγάλου και μικρού μήκους αντιστοίχως. Το συγκεκριμένο φεστιβάλ μάλιστα ξεχώρισε το ελληνικό σινεμά δεκαετίες πριν, όταν απένειμε το πρώτο βραβείο (τη Χρυσή Λεοπάρδαλη) στους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου το 1978. «Οι εποχές έχουν αλλάξει» τονίζει ο Στέργιος όταν του το υπενθυμίζω. «Σήμερα, μια ταινία με έναν χαμηλό προϋπολογισμό σαν τον δικό μας (σ.σ.: αναφέρεται στο φιλμ “Αφτερλωβ” με τους Χάρη Φραγκούλη και Ηρώ Μπέζου) δεν θα μπορούσε να βρεθεί στο διαγωνιστικό τμήμα. Παίζουν κι αυτά τον ρόλο τους». Από την άλλη, σε πρόσφατη συνομιλία μας, η Λέντζου παραδέχτηκε πως όντως υπάρχει μια «θετική προκατάληψη» απέναντι στο ελληνικό σινεμά, τονίζοντας μάλιστα την αντίθεσή της. Ποια όμως είναι η εικόνα που σχηματίζει το διεθνές κοινό μέσα από την εθνική μας κινηματογραφία;

Μιλώ στο τηλέφωνο με τον καλό φίλο και συνάδελφο Πιερ Πάολο Φέστα, πολυπράγμονα δημοσιογράφο και κριτικό σε έντυπα και γνωστές ιστοσελίδες (ανάμεσά τους το film.it) αλλά και υπεύθυνο προώθησης ανεξάρτητων ταινιών σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο: «Η αλήθεια είναι πως ο ελληνικός κινηματογράφος μοιάζει ολοένα και περισσότερο με μια μόδα, ένα ρεύμα αν προτιμάς, καθώς όλο και περισσότεροι έλληνες σκηνοθέτες δείχνουν να έχουν πρόσβαση στα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Και αυτό χάρη στις βραβεύσεις δημιουργών όπως ο Γιώργος Λάνθιμος (για τον “Κυνόδοντα”, τις “Αλπεις” και τον “Αστακό”) και ο Αλέξανδρος Αβρανάς (για το “Miss Violence”). Ετσι, η ελληνική ταινία μοιάζει με το φεστιβαλικό εκείνο ραντεβού που δεν πρέπει να χάσεις. Αλλά ας μη βιαστούμε με τις ετικέτες, γιατί την ίδια στιγμή είναι ενδιαφέρον να επισημάνω πως το ελληνικό σινεμά μοιάζει να βρίσκεται σε μια αντιστρόφως ανάλογη κατάσταση σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Σε μια περίοδο κρίσης, ο κινηματογράφος δείχνει να τροφοδοτείται από αυτήν, αποκαλύπτει μια παλλόμενη καρδιά και ρίχνει φως σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστορίες. Αυτό το ξέρουμε ήδη, φυσικά, από την ιστορία του. Οπως γνωρίζουμε, επίσης, ότι αυτή τη φορά μπορεί και να εμπνεύσει περισσότερους κινηματογραφιστές να γυμνάσουν το ταλέντο τους, με προϋπολογισμούς από μικρούς ώς ανύπαρκτους».

«ΜΙΚΡΟ ΨΑΡΙ». Την ίδια στιγμή, οι κριτικοί του εξωτερικού αναζητούν συμβολισμούς που ενδέχεται να ξεπερνούν και τις προθέσεις των δημιουργών. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την προβολή του «Μικρού ψαριού» στο Επίσημο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Βερολίνου το 2014, ο Γιάννης Οικονομίδης τόνισε πως σκοπός του δεν ήταν να κάνει μια ταινία για την οικονομική κρίση, το έγκυρο βρετανικό σάιτ CineVue όμως αναφέρει στην αποθεωτική του ανάλυση πως «ο Οικονομίδης συνθέτει το εφιαλτικό όραμα ενός ευρωπαϊκού έθνους σε πλήρη κατάρρευση». Σημειώστε πως το συγκεκριμένο φιλμ δίχασε όσο λίγα τη διεθνή κριτική –εν αντιθέσει με άλλα σπουδαία. Ισως επειδή το «Μικρό ψάρι», μάλλον η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη της, παίζει στο δικό της γήπεδο, έξω από τις προσταγές του weird –και το, κατά τα άλλα, ρηξικέλευθο Βερολίνο δεν ήθελε να σπάσει αυτή τη φεστιβαλική νόρμα.

Τι συμβαίνει όμως με τις ταινίες εκείνες που κερδίζουν τους κριτικούς του εξωτερικού περισσότερο απ’ ό,τι τους Ελληνες; Ο Πιερ Πάολο Φέστα συνεχίζει: «Προσωπικά, ως Ιταλός, και με δεδομένη τη σχεδόν παράλληλα εξελισσόμενη οικονομική μας κατάσταση, στο φως της κρίσης, παρακολουθώ με ενδιαφέρον το ελληνικό σινεμά. Και μια ταινία που με ταρακούνησε, σαν ωστικό κύμα, ήταν η “Εκρηξη” του Σύλλα Τζουμέρκα. Μια ταινία θυμωμένη και απελπισμένη, που καταγράφει την οδύνη τού να προσπαθείς να προσαρμοστείς σε μια αδιανόητη συνθήκη –ή, ακόμα χειρότερα, να τη διορθώσεις. Ολόκληρη η ταινία μοιάζει με μια έκκληση για βοήθεια –είναι απελπισμένη και πολύ θυμωμένη. Εμεινα έκπληκτος από το πόσο βαθιά με άγγιξε, μέσα από μια μυθοπλαστική αφήγηση που όμως λέει πολλά σε εμάς και σε όλους τους θεατές του εξωτερικού, φαντάζομαι, για την κατάσταση της χώρας σας».

Φυσικά, εκτός από την επιτυχία μιας φεστιβαλικής πορείας, υπάρχει και το σινεμά εκείνο που δεν διεκδικεί βραβεία, αλλά εισιτήρια. Σε μια παλαιότερη συνομιλία μας, ο Τάσος Μπουλμέτης, της «Πολίτικης κουζίνας» και του «Νοτιά» (που έκανε πολλά εισιτήρια, αλλά δεν είχε το σουξέ του προηγούμενού του φιλμ), μίλησε ορθώς για «τη δυναμική που έχει ο κινηματογράφος να εκπροσωπήσει τον πολιτισμό σου, μιας και έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στον θεατή της κάθε χώρας αντιμετωπίζοντάς τον ως τουρίστα στη δική σου πραγματικότητα», συμπληρώνοντας για την «Κουζίνα» πως «έφτασε μέχρι τη Γη του Πυρός. Ακόμα λαμβάνω μέιλ γι’ αυτή την ταινία. Και να μη μου ξανασυμβεί, είμαι χορτάτος». Σήμερα, που οι ανεξάρτητες παραγωγές μας συνεχίζουν να ταξιδεύουν (όπως το «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Ρότερνταμ), οι υπεύθυνοι των μεγάλων φεστιβάλ περιμένουν με ενδιαφέρον τις νέες ταινίες σκηνοθετών όπως ο Πάνος Κούτρας και η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη (που κέρδισε βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου με το «Chevalier») και οι σκηνοθέτες μας εργάζονται στο εξωτερικό (εκτός του Λάνθιμου, ο Αλέξανδρος Αβρανάς ολοκλήρωσε στην Πολωνία τα γυρίσματα του «True crimes» με πρωταγωνιστή τον Τζιμ Κάρεϊ), το σινεμά μας μοιάζει να συμπληρώνει το ετερόκλητο παζλ μιας χώρας που, όπως το σινεμά της, αναζητά τη δική της ταυτότητα.