Μανώλης Φάμελλος

Προχωρώ αμέριμνος στις ερημιές

Το επάγγελμά μας, αν δεν το γνωρίζετε, είναι μεικτό. Ανήκω δηλαδή στην κατηγορία των περιοδευόντων μουσικών – αυτοκινητιστών εδώ και δεκαετίες και φέρω με περηφάνια τόσο τον αριθμό των συναυλιών όσο και τις χιλιάδες των χιλιομέτρων που κάλυψα για να φτάσω ώς εκεί. Ας προσθέσουμε στα παραπάνω και την ιδιότητα του περιπατητή, τις μακρινές βόλτες που (ψυχαναγκαστικά ίσως) συνηθίζω στην όποια πόλη ή εξοχή με φέρνουν οι ανάγκες τής κάθε εμφάνισης (στις οποίες με διάφορα προσχήματα τακτικά παρασύρω τους ανυποψίαστους συνεργάτες μου) ή και του ανέμελου δύτη-κολυμβητή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ψαρεύω μόνο τραγούδια.

Φωτογραφικά ενθύμια δεν κρατούσα ποτέ, ακόμα και μετά την εισβολή της νέας τεχνολογίας παραμένω διστακτικός. Από τις λιγοστές εξαιρέσεις, η επίσκεψη με τον αγαπητό γαληνότατο συνάδελφο Κωνσταντίνο Βήτα στον τόπο όπου αποχαιρέτησε τα εγκόσμια ο παλαιότερος συνάδελφός μας Κωνσταντίνος Καρυωτάκης. Εκεί φωτογραφιστήκαμε αφού ανταλλάξαμε και κάποιες μαύρες ή τουλάχιστον γκρίζες σκέψεις για τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων. Αλλά όμως ήταν μια γλυκιά ανοιξιάτικη μέρα στην Πρέβεζα, στην ακρογιαλιά, και γρήγορα, βήμα το βήμα, ξεχαστήκαμε και λυτρωθήκαμε. Επίσης τελευταία με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας απομακρύνομαι με ασφάλεια από τον χώρο της συναυλίας και προχωρώ αμέριμνος στις ερημιές. Εχει συμβεί να φτάσω και καθυστερημένος οριακά σε παλαιότερες προψηφιακές εποχές. Ελπίζω τελικά να χάρηκαν που με είδαν.

Τα τελευταία χρόνια τυχαίνει να περιοδεύω με μικρά σχήματα ή ακόμη και κατά μόνας. Κανόνας: η συχνότητα των απροόπτων που μπορεί να συναντήσει κανείς είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους της παραγωγής. Με άλλα λόγια, όλο και κάτι θα συμβεί και αυτό το κάτι θα περάσει από το χέρι σου γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν αρκετά χέρια. Αρα πολύ συχνά εκτός από χρέη οδηγού χρειάζεται να εκτελεί κανείς και χρέη μηχανικού ήχου, υπευθύνου σιτισμού, δημοσίων σχέσεων, παραγωγής γενικώς και χίλια δυο άλλα. Το αγαπημένο μου σχετικό γνωμικό: once a rock star, always a roadie! Πέρυσι σε ένα κατά τα άλλα ειδυλλιακό σκηνικό στην παραλία της αρχαίας Μαρώνειας στη Θράκη αποκλειστήκαμε από ένα ξαφνικό μπουρίνι σε μια βραχώδη ακτή μαζί με όλο τον εξοπλισμό της παραγωγής και το ακριβό κοινό μας βέβαια. Σκηνές ροκ στην κυριολεξία, οικογένειες με παιδιά να προσπαθούν να διαφύγουν μέσα στο απόλυτο σκότος και τη θεομηνία. Ευτυχώς σωθήκαμε όλοι χάρη στους εαυτούς μας κυρίως, αλλά ίσως να έβαλαν και οι δώδεκα θεοί το χέρι τους…

Πολλά από τα όπλα μου χάθηκαν κατά καιρούς στη μάχη. Καλώδια, χορδές, πένες (τα αναμενόμενα) αλλά και ένα μαντολίνο κάποτε (αυτό πόνεσε), πετάλια, άλλοτε ένα δόντι και νύχια, κυρίως νύχια –το απαραίτητο, απόλυτο αλλά και τόσο εύθραυστο αξεσουάρ για έναν κιθαριστή. Ευχαριστώ εδώ τις τόσες μανικιουρίστες της ελληνικής επαρχίας που χρειάστηκε να επισκεφθώ χωρίς ραντεβού και με βοήθησαν να συνεχίσω. Ας με είδαν μερικές και με κάποια καχυποψία! Φέτος εκδράμω στο άγνωστο με τον γνωστό μου άγνωστο Στάθη Δρογώση (όχι αυτόν του twitter). Ο Στάθης αγαπά να αγχώνεται με το λογιστικό κομμάτι του πράγματος και όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες. Αυτό με βοηθά να συνεχίζω τις αμέριμνες βόλτες μου απερίσπαστος. Στο τέλος πάντως έρχεται μαζί μου (θέλει – δεν θέλει). Οι επόμενοί μας νησιωτικοί σταθμοί: Χώρα Αστυπάλαιας 27 Αυγούστου και Φάρος Ικαρίας 1η Σεπτεμβρίου.

Μόνικα

Χάνω τον ύπνο μου

Πολλά χιλιόμετρα, πολλές ώρες στο αεροπλάνο, πολλές ώρες μέσα σε ένα βαν, πολλοί αποχαιρετισμοί, πολλά «πάρε με όταν φτάσεις» και γενικά πολλά… Mέσα στα οποία βρίσκεται μία και μόνο αλήθεια: η μουσική. Τι κι αν γκρινιάζω επειδή χάνω τον ύπνο μου, το φαγητό μου, την ησυχία μου, η ζωή μου μια βαλίτσα και η οικογένειά μου ένα skype; Αυτό δεν ήθελα μια ζωή; Κάπου εκεί ανάμεσα στην αφετηρία και στον (αυτο)σκοπό μιας μουσικής περιοδείας ξεφυτρώνουν, σαν μανιταράκια, όλων των ειδών οι εμπειρίες, χρωματιστές, όμορφες, γευστικές αλλά και δηλητηριώδεις! Κάποιες από αυτές θα τολμήσω να σας αφηγηθώ σημειώνοντας επιφυλακτικά πως «άλλο να το ζεις κι άλλο να στο λένε».

Αύγουστος 2016,Κεφαλονιά, Saristra Festival

Επειτα από μια γεμάτη χρονιά με συναυλίες στο εξωτερικό επιστρέφω στην Ελλάδα και επιλέγω το φεστιβάλ στα Παλιά Βλαχάτα Κεφαλονιάς του φίλου μου τού Φώτη Βαλλάτου για να προσγειωθώ γλυκά κι απαλά στη μαμά πατρίδα. Παράλληλα με την παραζάλη του «πού είμαι, πώς με λένε, τι κάνω» από τις μετακινήσεις και το jetlag, βρίσκομαι σε μια φάση γενικότερης ανανέωσης συνεργατών που με μπερδεύει ακόμη περισσότερο. Ο κολλητός παιδικός μου φίλος Δημήτρης Λιλής είναι πάντα στο πλευρό μου εδώ κι ενάμιση χρόνο κι έχει αναλάβει να γεμίζει όλα τα κενά παραγωγής (και δικής μου αφηρημάδας) ανάμεσα σε Ελλάδα και Λος Αντζελες –όπου ζούσα τον τελευταίο χρόνο. Πώς τον λένε αυτόν; Τι γλώσσα μιλάει; Ποιος είναι αυτός, ρε Δημήτρη; Ηχολήπτη έχουμε; Πού είναι ο Βαλλάτος; Πώς πάμε στα Βλαχάτα; Αμάν πια! Στον όλο σουρεαλισμό του «λίγο καλοκαίρι, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου», ο Λιλής μού συστήνει τον καινούργιο μας ηχολήπτη για τον οποίο μου μιλάει εδώ και κάτι μήνες. Το όνομά του: Μάγος. Μάλιστα… «Μάγο, παιδί μου», του λέω, «το όνομά σου είναι αυτό ή παρατσούκλι;». Και τότε ήχησε η πιο αστεία φωνή του κόσμου, βαρύγδουπη σαν πέτρα, με πολλά μπάσα και τραγουδιστό αξάν μέσα από μια γενειάδα νεαρού μπαρμπα-Στρούμφ με μαύρα κοκάλινα γυαλιά: «Μάγο με λένε»! Ο Μάγος, που λέτε, όχι μόνο έκανε μάγια στον ήχο αλλά και στη διάθεσή όλων των κουρασμένων κορμιών. Του φώναζα «Ε, βάλε λίγο βάθος στη φωνή!» για να πάρω απαντήσεις τύπου «Βαθάκι θέλει η Μονικάρα μας; Βαθάκι θα βάλω, αγάπη μου, ό,τι θέλει το κορίτσι», «Ακούνε τα αφτάκια σας εκεί στη σκηνή ή θέλουν κι άλλη κιθάρα τα αγοράκια στα μόνιτόρ τους», «Ε ρε τι έχει να γίνει απόψε στα Βλαχάτα με τα ντίσκο τα κομματάκια μας». Και δύο λεπτά πριν ανέβω στη σκηνή με απειλεί μεταξύ σοβαρού και αστείου (ή μόνο σοβαρού;): «Μονικάρα, αν δεν παίξεις το “Babyboy” εγώ δεν κάνω ήχο απόψε, εντάξει;». Ηταν μία από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής μου. Να ήταν ο Μάγος, να ήταν η πανέμορφη Κεφαλονιά, να ήταν ο απίστευτος κόσμος και όλοι οι μουσικοί που ήρθαμε στο φεστιβάλ του φίλου μας για να γιορτάσουμε παρέα το καλοκαίρι; Θαρρώ πως ήταν όλα μαζί σαν μαγικός ζωμός σε γαλατικό χωριό.

Δεκέμβριος 2009,Θεσσαλονίκη, Μύλος

Από τις πρώτες συναυλίες μου που έβλεπα χώρους ασφυκτικά γεμάτους. Παρότι έχω τρελαθεί από τη χαρά μου που έχει έρθει τόσος κόσμος, τρέμουν τα πόδια μου από το άγχος. Η μπάντα μου μετά βίας χωράει στη μικρή γωνιακή σκηνή του κλαμπ, μπερδεύομαι στα καλώδια, έχω χτυπήσει τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις φορές τον μπασίστα μου με την κιθάρα κατά λάθος, οι μισοί από το κοινό μιλάνε (τι λένε επιτέλους;) και οι άλλοι μισοί ανεβοκατεβαίνουν στις φτέρνες τους για λίγη οπτική επαφή με τη σκηνή. Δεν βλέπει κανείς τίποτα, δεν ακούει σχεδόν κανένας, αλλά τι μας νοιάζει, ένας μικρός ευτυχισμένος χαμός. Μόνο που εγώ κάθε φορά που τελείωνα ένα τραγούδι και πριν ξεκινήσει το επόμενο, πέραν της έντονης αμηχανίας που είχα να διαχειριστώ και συνήθως γέμιζα με ανούσια αστειάκια, είχα να αντιμετωπίσω ένα συνταρακτικά δυνατό και εκνευριστικά ασαφές «πες το white!». Περίπου στη μέση του σετ, ο τότε μάναντζέρ μου και γάτα σε ό,τι είχε να κάνει με περιφερειακά της σκηνής δρώμενα, παίρνει την πρωτοβουλία και ξεχύνεται μέσα στο πλήθος μήπως και ανακαλύψει την πηγή από πού έρχεται αυτό το «πες το white!» που μας έχει πάρει τα αφτιά. Τελειώνει το κομμάτι, δώσ’ του την ατάκα, την τσάκωσε την τύπισσα.

–Τι «πες το white», της λέει, φωνάζεις συνέχεια; Μας έχεις ξεκουφάνει όλους!

–Θέλω να παίξει το white!

–Ποιο white;

–Αυτό που λέει «white, tell me white…».

–Μα, αυτό δεν λέει «white», λέει «why, tell me why».

–Τι λες καλέ; Δεν το ξέρεις καλά! «White» λέει! Γιατί μετά λέει «black, it’s all black»…

Τι να της πει μετά κι ο καημένος ο μάνατζερ. Εφυγε κι αυτός περιμένοντας το «Over the hill». Το έπαιξα λίγο πριν το τέλος της συναυλίας, ησύχασε και η «white».

Σεπτέμβριος 2011 Αθήνα,Τεχνόπολη, Ark Festival

Πρόκειται για μια μεγάλη γιορτή της μουσικής. Εγώ παίζω τη δεύτερη μέρα ως headliner. Μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια! Μετά το soundcheck οι μουσικοί και οι τεχνικοί της ομάδας μου επιλέγουν να αράξουν στον χώρο της Τεχνόπολης ενώ εγώ προτιμώ να πεταχτώ σπίτι να ετοιμαστώ με την ησυχία μου. Ως γνωστόν, για μία ακόμη φορά δεν υπολογίζω σωστά τον χρόνο (αθεράπευτα καθυστερημένη στα ραντεβού μου). Αποφασίζω αγχωμένη να πάρω ένα ταξί για να κατέβω στη Τεχνόπολη ώστε να μην μπλέκω με πάρκινγκ κ.λπ. Μπαίνω στο ταξί, ανοίγω λίγο το παράθυρο, αχ ωραίο αεράκι, το ραδιόφωνο στο ταξί με χαλαρώνει, επαληθεύω την playlist στο μυαλό μου και τσουπ , τι ακούω… Το ραδιόφωνο παίζει το «Yes I do»… Ωωωω…, σκέφτομαι. Τι σύμπτωση! Τώρα ναι, χαλαρώνω. Καλά εντάξει, είμαι φοβερή. Λίγο πριν τη συναυλία μου και ακούω το τραγούδι μου. Πω, πω, φίλε, μ’ έφτιαξες τώρα, θα πάω να τα δώσω όλα. Ανοίγω κι άλλο το παράθυρο, ακόμη πιο ωραίο αεράκι και με το που μπαίνει το ρεφρέν «I can make you play, I can make you smile…» o οδηγός του ταξί λέει «Ελεος…» και αλλάζει σταθμό.

Αντε βγες στη σκηνή μετά.