Δεν μπορεί να ήταν μόνο προσωπική μας η εντύπωση τους μήνες της θερινής ραστώνης. Ούτε να έτυχε μία ή δύο μόνο φορές την ώρα που μέσα στο αυτοκίνητο ακούγαμε ένα από τα σουξέ της περιόδου και ύστερα από λίγες ώρες πέφταμε πάλι πάνω του σε άλλη ραδιοφωνική ζώνη. Οι αλληλοκαλύψεις, θα παρατηρήσει ο έμπειρος ακροατής, είναι αναπόφευκτος κανόνας. Ετσι κι αλλιώς, η παγιωμένη κατάσταση –με ελάχιστες εξαιρέσεις –έχει ως εξής: αν ένας σταθμός μεταδώσει ένα τραγούδι, καλό, μέτριο ή κακό, ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία αναγνωρισιμότητας. Λογισμικά όπως τα Broadcatch, Powergold, Selector που χρησιμοποιούνται (κατά κόρον) για την παραγωγή playlist μετασχηματίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια σε αναλγητικά (ή και αγχολυτικά) για τους διευθυντές ραδιοφώνων που πονοκεφάλιαζαν με ποιες επιλογές θα διαμόρφωναν το προφίλ και εντέλει την ταυτότητα των σταθμών τους.

Και κάπως έτσι, με ταχύτητα αστραπής από ραδιόφωνο σε ραδιόφωνο, το όποιο σουξεδιάρικο κομμάτι πέφτει στο καμίνι του playlist και λιώνει. Γι’ αυτό και με ρεαλιστικότερους όρους, η –κραταιά –playlist έχει σε αρκετές περιπτώσεις λάβει διαστάσεις short list. «Υπάρχει playlist το πολύ 25 τραγουδιών» σχολιάζει ραδιοφωνικός παραγωγός με πολυετή παρουσία, ο οποίος εξηγεί ότι η λίστα συγκεκριμένων επιλογών λειτουργεί και σαν ταυτότητα «για να ξεχωρίζει ο ακροατής τι ακούει». Με μια ένσταση όμως σε αυτό το σημείο. Εχουν διαμορφωθεί γκρουπ σταθμών που μεταδίδουν συγκεκριμένα είδη μουσικής. Για παράδειγμα αναφέρονται οι Μελωδία, Ελληνικός, Δίεση ως ένα γκρουπ, οι Εν Λευκώ, Peper, Best που σχηματίζουν ένα άλλο, οι Red και Rock Fm ένα τρίτο, ενώ οι Σφαίρα, Λάμψη, Derty μια άλλη τριάδα.

ΝΤΙΤΖΕΪ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ. Σε μια προγενέστερη περίοδο, οι ραδιοσταθμοί δεν τολμούσαν να προτείνουν τραγούδια, αφενός διότι το σπορ κοστίζει σε επένδυση για άνθρωπο που γνωρίζει από μουσική και έχει ανησυχίες και αφετέρου επειδή ήθελαν να πορεύονται εκ του ασφαλούς στη λογική «άσε κάποιους άλλους πρώτα και ύστερα τα παίζουμε και εμείς». Υστερα εμφανίστηκε το τρεντ των ντιτζέι. Ο κάθε σταθμός είχε τζάμπα πρόγραμμα και έκανε οικονομία στο μπάτζετ του αφού ούτε παραγωγός ούτε ηχολήπτης χρειαζόταν. Και ένα παιδί δύο ετών ξέρει να πατάει το play που λέει ο λόγος. Σαν να μην έφταναν αυτά τα δεδομένα, η ιδέα της playlist ενισχύθηκε και από τα πορίσματα ερευνών σύμφωνα με τα οποία ο ακροατής αφιερώνει κατά μέσον όρο ένα 20λεπτο στο ραδιόφωνο, δεν ακούει περισσότερα από 20 κομμάτια και δεν θέλει άγνωστα τραγούδια – προτάσεις. Στον ραδιοφωνικό μουσικό ομογενοποιημένο πολτό επιδρά σαν αυξητική ουσία –πιο έντονα στη βραδινή ζώνη –και η λογική «ποιος θα ασχοληθεί νυχτιάτικα με το πρόγραμμα και αν έχει περιεχόμενο, αφού όλοι μουσική θέλουν να ακούνε».

Σύμφωνα με μια άλλη άποψη ωστόσο, η playlist αναπτύχθηκε και επειδή λιγόστεψαν, σε παρελθόντα χρόνο, οι πραγματικά αξιόλογοι παραγωγοί, ραδιοφωνικές φωνές με επιδραστικότητα, που δημιουργούσαν σχέση με τον ακροατή και άτυπα ραντεβού. Αντί αυτών, ξεφύτρωσαν ομιλούσες κεφαλές που λειτούργησαν πυροτεχνηματικά αλλά ακριβώς για αυτόν τον λόγο είχαν ημερομηνία λήξης. «Δεν καλλιεργεί συνήθεια και σχέση μια φωνή, όσο ωραία κι αν είναι, επειδή απλώς αναγγέλλει πάρτι, συναυλίες και χορηγούς» σημειώνει βετεράνος των FM. Ρόλο έπαιξε και η οικονομική κρίση «η οποία αποτυπώθηκε πιο έντονα γύρω στο 2009» συμπληρώνει ο ίδιος άνθρωπος. Ραδιοφωνατζής της νεότερης γενιάς υπεραμύνεται του ζωντανού ραδιοφώνου. «Εχουν δυναμική οι παραγωγοί, υπό την έννοια ότι κάνουν προτάσεις που προηγουμένως τις έχουν ψάξει και γενικώς έχουν επενδύσει χρόνο στην προετοιμασία τους».

Συνάδελφός του προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο. «Σκεφθείτε ότι το YouΤube και το Spotify σκότωσαν τα μουσικά κανάλια. Εντούτοις δεν συνέβη κάτι ανάλογο με το ραδιόφωνο, το οποίο αντέχει. Οι προσλαμβάνουσες που έχουμε είναι ότι ο κόσμος θα καθήσει να ακούσει κάποιον που από το μικρόφωνο θα του προσθέσει κάτι στη γνώση του, θα του προτείνει ένα τραγούδι».

Συμφωνεί μαζί του ραδιοφωνική παραγωγός που κάνει λόγο για «μουσική έμπλαστρο» και επισημαίνει πως «οι σταθμοί που παίζουν μουσική μόνο και αδιάκοπα καταγράφουν κόπωση. Οι ακροατές αντιδρούν στην ατέρμονη μουσική και την εντέλει –μονότονη –λούπα, και είτε μέσω των κοινωνικών δικτύων είτε από τα τσατ των σταθμών διαμαρτύρονται. Δεν αντέχουν άλλη Ιντιλά, Ζαζ ή Σίλβερ Χόιεμ. Διαμαρτύρονται για τη μουσική και όχι για τον λόγο».

ΟΙ ΡΩΓΜΕΣ ΣΤην PLAYLIST. Πόσο μπετοναρισμένο πάντως είναι αυτό το τείχος της ραδιοφωνικής playlist; Οι ίδιοι συνομιλητές μας κάνουν λόγο για ρωγμές το τελευταίο διάστημα. Είναι η δύναμη της φωνής μπροστά στο μικρόφωνο, απηύδησε ο ακροατής από τη λούπα της λίστας τραγουδιών που εμφανίζει (ανησυχητικά) σημάδια σορταρίσματος ή συμβαίνουν και τα δύο μαζί; Το κατεξοχήν δομικό στοιχείο του ραδιοφώνου, το βασικό συστατικό της λεγόμενης μαγείας του, η φωνή με ουσία, ο λόγος με αιτία, περιεχόμενο και συνάφεια με τη μουσική, επιστρέφει από την –επιβεβλημένη –απαξίωση στην οποία είχε περιέλθει. Απόδειξη; «Οι σταθμοί με ζωντανό πρόγραμμα το βράδυ σαρώνουν στις ακροαματικότητες. Πάρτε παράδειγμα τον Real FM» λέει ραδιοφωνικός παραγωγός. Ο ραδιοφωνικός λόγος έχει αρχίσει να αναπτύσσεται βαθμηδόν από την πρωινή – μεσημεριανή ζώνη και οι άλλοτε φωτεινές εξαιρέσεις (π.χ. Κωνσταντίνος Τζούμας, Γιάννης Πετρίδης, Γιάννης Νένες κ.ά.) αποκτούν συμπαραστάτες. «Το γεγονός πάντως ότι υπάρχουν εκπομπές λόγου μόνο στην πρωινή ζώνη καταδεικνύει τη γενική εικόνα, ότι δηλαδή οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, ειδικά οι μουσικοί, ακολουθούν την πεπατημένη μην τυχόν και χαλάσει η συνταγή» λέει ραδιοφωνικός παραγωγός.

Την κάμψη της playlist (και την αποστροφή των ακροατών σε αυτήν) φαίνεται ότι αντιλήφθηκαν ιδιοκτήτες και στελέχη ραδιοφωνικών σταθμών. «Η μεταστροφή αυτή άρχισε πριν από περίπου δύο χρόνια και γίνεται μια προσπάθεια να επανακαλυφθεί το ραδιόφωνο ως μέσον διαφήμισης» είναι μια ερμηνεία της τάσης που διαμορφώνεται, η οποία καλλιεργεί με τη σειρά της την εκτίμηση ότι «αν συνεχιστεί θα είναι προς όφελος των παραγωγών των ακροατών και των ίδιων των σταθμών κατ’ επέκταση».