Ας ξεκινήσω με μια διπλή ομολογία πίστεως ή μάλλον απιστίας. Δεν μου αρέσουν οι αθλητικές παραβολές, όμως μια φορά στα τέσσερα χρόνια δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό. Επίσης αποστρέφομαι τις εθνικιστικές κορόνες σε κάθε έκφραση της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, όμως παρακολουθώ με αγωνία και ενίοτε με συγκίνηση τις επιδόσεις (και) των ελλήνων αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Οι δύο φετινοί έλληνες χρυσοί ολυμπιονίκες είναι νέοι με καθαρά πρόσωπα, σεμνότητα και σταράτες κουβέντες: ιδίως η εκ μέρους του Λευτέρη Πετρούνια μη επίκληση τής –εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων –βοήθειας της Παναγιάς, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, αποτελεί υπόδειγμα αποφυγής του λαϊκισμού στον δημόσιο λόγο. Τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο ολυμπιονικών μπορεί να είναι τυχαία, μπορεί και όχι. Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι αγωνίζονται σε δύο αθλήματα εκτός των προβολέων της δημοσιότητας –και πιθανότατα και του πειρασμού του ντόπινγκ –και ότι στηρίχτηκαν και οι δύο στις δικές τους δυνάμεις και όχι στην αρωγή της Πολιτείας –αρωγή που, την εποχή των φουσκωμένων «θριάμβων», δεν απείχε πολύ από αυτή για την οποία τιμωρήθηκε φέτος η Ρωσία. Οι αγώνες του Ρίο ήταν, εκ των πραγμάτων, για την Ελλάδα αγώνες προσγείωσης στην πραγματικότητα –μια πραγματικότητα σκληρή αλλά και με εκλάμψεις που δικαιολογούν μια μικρή αισιοδοξία.

Σκέφτομαι ότι μια τέτοια είδους αισιοδοξία θα μπορούσε να βγει με τα ίδια περίπου μέσα –μείον φυσικά τον πρωταθλητισμό –από το σώμα ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Αρκεί να κάναμε ο καθένας στον τομέα του αυτό που έκαναν η Κορακάκη και ο Πετρούνιας: δουλειά μακριά από το παιχνίδι των εντυπώσεων, με προσήλωση, πείσμα και, ναι, ένα είδος έμφυτης ταπεινοφροσύνης. Η εμπειρική ωστόσο παρατήρηση ανά τις παραλίες και τις ταβέρνες της επικράτειας και τούτο, το έβδομο, καλοκαίρι της κρίσης δείχνει μάλλον το αντίθετο: όλοι έχουμε λύσεις για όλα, εκτός από αυτά που μας αφορούν άμεσα και προσωπικά. Τις λύσεις αυτές τις μοιραζόμαστε, αλλά με λόγια και όχι με πράξεις. Και την ώρα της ουσιαστικής αξιολόγησης –ποιος ξεχωρίζει τι πήγε στραβά –τα κριτήρια που συνήθως επικρατούν είναι συναισθηματικής παρά ορθολογικής φύσης: δεν φταίει το καημένο παιδί, έτσι το μάθανε, μα είναι κράτος αυτό…

Δεν θα ισχυριστώ –να ένας πειρασμός στον οποίο, με σχετική δυσκολία, θα αντισταθώ –ότι για την κατάσταση αυτή φταίει η παρούσα κυβέρνηση. Η τάση, άρα και η όποια ευθύνη, είναι εγγεγραμμένη στον τρόπο του συλλογικού μας βίου, τον οποίο βεβαίως σχεδόν όλοι οι ασκούντες εξουσία όχι μόνο ανέχονται αλλά και υποδαυλίζουν. Θα βοηθούσε ωστόσο αν η παρούσα κυβέρνηση έκανε πράξη το ένα χιλιοστό από όσα είχε υποσχεθεί, ιδίως σε επίπεδο ήθους και αξιοκρατίας. Μπορεί να μη βγάζαμε περισσότερους ολυμπιονίκες για να χαιρόμαστε, θα είχαμε όμως λιγότερους υπουργούς για να ντρεπόμαστε.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος