Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Το ύψος των χρεών των καταναλωτών προς τη ΔΕΗ ξεπερνά το ήμισυ του ετήσιου τζίρου της. Μετριέται σε δισεκατομμύρια.

Η εύκολη εξήγηση είναι ότι η καθίζηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που προκάλεσε η κρίση αντανακλάται και στις ανείσπρακτες οφειλές προς τη μεγαλύτερη δημόσια επιχείρηση. Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι η ΔΕΗ έχει πέσει θύμα και του «ηθικού κινδύνου» που τροφοδότησαν όσοι πολιτεύονταν με πρόταγμα το «δεν πληρώνω». Οσοι, υποσχόμενοι μια «νέα σεισάχθεια», καλλιέργησαν την προσδοκία ότι τα χρέη θα διαγραφούν, ότι θα μπορούσε με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο η Επιχείρηση να λειτουργεί «κοινωφελώς», χωρίς έσοδα.

Τώρα έρχεται η ώρα του λογαριασμού. Το θέμα προσφέρεται βέβαια για εύκολους λαϊκισμούς. Θα βρεθούν πάλι εκείνοι που θα πουν ότι κόβεται το ρεύμα στα νοικοκυριά. Ομως το πρόβλημα της ΔΕΗ δεν είναι οι τριακόσιες χιλιάδες καλόπιστοι οφειλέτες που έσπευσαν τους τελευταίους μήνες να ρυθμίσουν τα χρέη τους. Είναι το ενάμισι εκατομμύριο εκείνων που, καθησυχασμένοι από τη ρητορική του «δεν πληρώνω», εξακολουθούν να συσσωρεύουν απλήρωτους λογαριασμούς.

Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται η ΔΕΗ εκτεθειμένη σε ένα ολοένα και πιο αντίξοο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Κουβαλώντας αυτή τη μαύρη κληρονομιά, είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές της. Η αξία της, οι προοπτικές της και η θέση της στην αγορά είναι ναρκοθετημένες από τα πολιτικά βάρη του παρελθόντος.

Ετσι επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της ΔΕΗ το οξύμωρο: αυτοί που κόπτονται για τον δημόσιο χαρακτήρα της Επιχείρησης –αυτοί που μάλιστα επιδιώκουν τη συνταγματική κατοχύρωση του ηλεκτρικού ρεύματος ως κοινωνικού αγαθού –είναι οι ίδιοι που υπονόμευαν τη θέση της με τη συνθηματολογία τους. Τώρα ανακαλύπτουν ότι τζάμπα ρεύμα δεν υπάρχει. Ούτε τζάμπα λαϊκισμός.