Οπως λέει και το τραγούδι, «έχει μοναξιά η κορυφή». Εχει μοναξιά –ιδίως εκεί ψηλά στο βάθρο των ολυμπιονικών.

Ξέραμε πάντα ότι ένα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν, πάνω απ’ όλα, ατομική υπόθεση. Πίσω από κάθε ταλέντο υπήρχαν το προσωπικό πείσμα, οι ατελείωτες ώρες προπόνησης, οι θυσίες και, κυρίως, η πεποίθηση ότι η επιτυχία θα έρθει. Ετσι ήταν τα πράγματα. Απλώς στη δεκαετία της ευμάρειας, όταν οι Ολυμπιακοί του 2004 έγιναν εθνικός στόχος κι έριξαν χρυσόσκονη αλλά και χρήμα, τα προσωπικά στοιχήματα των αθλητών δεν ήταν εξίσου αντιληπτά. Υπήρχαν οι ομοσπονδίες, η κυβέρνηση, οι χορηγοί –όλοι αυτοί που περίμεναν μετά στα αεροδρόμια. Τώρα όλα είναι πάλι πιο καθαρά. Στην Ελλάδα του Μνημονίου, τα μετάλλια ανήκουν σε αυτούς που τα κέρδισαν, μαζί με τους προπονητές που τους συνέδραμαν και τους δικούς τους που ήταν, είναι και θα είναι πάντα δίπλα τους.

Η πραγματικότητα αυτή εικονογραφείται από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ολυμπιονίκες του παρόντος –με αυτές τις τεχνητά αποστασιοποιημένες αλλά κατά βάση ένθερμες δηλώσεις των πολιτικών που πάνε να μπουν στο κάδρο μέσω των social media. Αλλά και με την άτσαλη –και κακόψυχη –σπίλωση των ολυμπιονικών του παρελθόντος. Ασχημα πράγματα σε, ούτως ή άλλως, άσχημους καιρούς που μόνο να ασχημαίνουν μπορούν.

Παρ’ όλ’ αυτά, η λάμψη των ολυμπιονικών, τώρα και πριν, είναι κάτι που ελάχιστα το αγγίζουν και το χαλάνε όλα αυτά. Τη νίκη δεν μπορεί κανείς να σου την πάρει. Και δεν ανήκει σε κανέναν άλλο. Καθένας και καθεμία από τους ολυμπιονίκες είναι ένα κομμάτι Ελλάδας με τον δικό του τρόπο, όπως είναι δικά τους τα μετάλλια και όχι της Ελλάδας που νομίζουν ότι εκφράζουν όλοι αυτοί που διεκδικούν την εξουσία.