Δεκαπενταύγουστου αργία η Δευτέρα και χάζευα μια τον ουρανό και μια την τηλεόραση. Νόμιζα πως έπαιζε κάτι σε ανταπόκριση από την Τήνο γιατί είχε προηγηθεί ένας πηχυαίος τίτλος τίγκα στο κεφαλαίο, «Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ».

Και τότε, τι θέλανε αυτά τα τετράποδα στο βάθος του πλάνου που σερνόντανε με άτσαλο βαρύ βηματισμό σαν απειλητικές σκιές; Μήπως το γύρισε η ρεπόρτερ σε ντοκιμαντέρ στην άγρια ζούγκλα του Αμαζονίου ή στα σκοτεινά παρθένα δάση της μαύρης Αφρικής;

Μηδέ του Αμαζονίου ήτανε

Μηδέ της Αφρικής

Μηδέ και της Ινδίας.

Μόν’ ήτανε Προσκυνητές

Εικόνας Παναγίας.

Είχα ξεχάσει είναι αλήθεια το λεπταίσθητο εκείνο έθιμο των ορθοδόξων Ελλήνων που έχουν κάνει τάμα να το πάνε στην εκκλησία γονατιστοί.

Θυμάμαι βέβαια ένα καλοκαίρι, θα ‘ναι και δέκα χρόνια. Διέκοπτα τη ζωή μου στα Υστέρνια, ένα πανέμορφο χωριουδάκι στην αγκαλιά της θάλασσας. Δεν το κούναγα ρούπι για τη χώρα. Με στένευε αυτό το ακαθόριστο τοπίο στο λιμάνι. Ούτε χωριό ούτε πόλις. Ούτε νησί ούτε βουνό. Ενα πράμα, που έλεγε κι η Ελενα, σαν Μπραχάμι με θάλασσα. Εκεί το πρωτοείδα διά ζώσης.

Μια κυρία, καθώς πρέπει φαινόταν, αν και μπρουμουτιασμένη στα γόνατα, μπουσούλαγε να φτάσει στην Παναγιά. Είχε μπαντάρει τα γόνατα με κάτι βάτες, τυλιγμένες σε μεταξωτό μαντίλι και δίπλα της μια φίλη για παρέα ως φαίνεται να της δίνει κουράγια.

–Ελα Τιτίκα, λίγο έμεινε ακόμα, κάνε υπομονή χρυσό μου.

Το χρυσό της έβγαζε κάτι μυκηθμούς που εναλλάσσονταν με εκ βαθέων μουγκρητά.

–Αγρρρργκ, αγρρρργκ.

Ως που ξαφνικά έκοψε τη μέρα, σαν το μαχαίρι το πεπόνι, ένας ήχος στριγκός, εντελώς εκτός τοπίου και χρόνου.

–Μπλουμπλουμπλιμπλόμ, μπλουμπλουμπλιμπλόν.

Ενα κινητό! Η μουγκρίζουσα κυρία πανικοβλήθη σφρόδρα.

–Το κινητό. Το κινητό μου.

–Πού το ‘βαλες χριστιανή μου, κυριολεκτούσε η συνοδός.

–Στο μπροστινό τσεπάκι.

Το φερμουάρ με σβαρόφσκι άνοιξε. Η συνοδός το βρίσκει επιτέλους.

–Εμπρός; Α εσύ είσαι Νώντα, ναι εδώ την έχω δίπλα μου εκτελεί το τάμα.

–Δώσ’ το, δώσ’ το μου Τιτίκα.

Η Τιτίκα, φίλη με κατανόηση, της το δίνει αλλά πώς να το κρατήσει η γονυπετής κυρία, πώς να περπατήσει στα τέσσερα χωρίς το ένα χέρι. Οπότε συνέβη ένα άλλο θαύμα της Χριστιανοσύνης, που μ’ αξίωσε ο Θεός, αλλά και η Παναγία δεν μπορώ να πω, να δω με τα ίδια μου τα μάτια. Μια κυρία να μπουσουλάει και να μιλάει στον Νώντα της, ενώ της κρατούσε το ακουστικό περπατώντας αργά δίπλα της η στοργική της φίλη. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως που με βοήθησε να αισθανθώ το θρησκευτικό ρίγος.

Με αποτέλειωσε μια άλλη γυνή λαϊκής καταγωγής, αυτή τη φορά. Σ’ ένα απ’ αυτά τα αναρίθμητα μαγαζάκια που πουλάνε εικονίτσες, σταυρουδάκια και άλλα χριστιανικά αξεσουάρ η εν λόγω λαϊκή ύπαρξις, βλέποντας μια αυτοσχέδια ταμπέλα να γράφει ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΑΓΙΑΣΜΟΣ, ρώτησε πόσο κάνει.

–Πέντε ευρώ το μπουκαλάκι μαντάμ.

Και της έδειξε ένα πλαστικό κατασκεύασμα σαν λιλιπούτεια νταμιτζάνα, με ανάγλυφη πλέξη που κατέληγε στη μια μεριά σε σταυρό και στην άλλη σε Παναγίτσα, και μάλιστα βρεφοκρατούσα.

–Πέντε ευρώ το νταμιτζανάκι; αναρωτήθηκε η μαντάμ. Χύμα δεν έχετε;

Δεν άντεχα άλλη κατάνυξη. Επεσα με τα ρούχα στη θάλασσα και…

Και χρόνια πολλά.