«Εσύ που σε/ εσύ που σε/ εσύ που σέρνεις το χορό» τραγουδούσε με βαριά ηπειρώτικη προφορά ένας άνδρας. «Ωραίος! Μπράβο πρόεδρε!» φώναζε ένας άλλος ενώ ένας ασπρομάλλης με την γκλίτσα υψωμένη παρότρυνε τον πρωτοχορευτή να «ρίξει» και καμιά φιγούρα. Εκείνος πάλι υποδυόταν τον ρόλο του καγκελάρη, αυτού δηλαδή που σέρνει τον χορό, με χαμόγελο και αμηχανία που πρόδιδε πως αγνοούσε τα βήματα.

Η σκηνή εκτυλίχθηκε το βράδυ της Τρίτης στο Αθαμάνιο, στις παρυφές των Τζουμέρκων. Και η αμηχανία του Αλέξη Τσίπρα ήταν εύλογη αν αναλογιστεί κανείς ότι ανδρώθηκε μάλλον με ακούσματα τύπου Μανού Τσάο, που ήταν άλλωστε το μουσικό χαλί στις διαδηλώσεις της Γένοβα το 2000 –όταν ο νυν Πρωθυπουργός ήταν 26 ετών και αγωνιζόταν κατά της Συνόδου του G8. Κι όμως. Εκτός από τα μικρά πηδηματάκια, που απαιτούσε από αυτόν το καγκελάρι που χόρευε, ο Τσίπρας έκανε κι ένα –ακόμη –συμβολικό άλμα. Ενσάρκωσε, μπροστά σε κάμερες και τηλεφακούς, την πρώτη φορά αριστερά κλαρίνα.

Αμελητέο θα σχολίαζε κανείς για τον αριστερό Πρωθυπουργό που έφερε το τρίτο Μνημόνιο. Ωστόσο, για πολλούς από τους κάπως μεγαλύτερους σε ηλικία συντρόφους του θα πρέπει να ήταν σχεδόν σοκαριστικό να τον βλέπουν να χορεύει παραδοσιακούς χορούς. Γιατί; Για όσους γράφτηκαν στις αριστερές νεολαίες εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά την πτώση της χούντας, τα δημοτικά τραγούδια είναι ταυτισμένα με μια εμμονή της «Εθνικής Κυβερνήσεως»: τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα πλάνα της ΥΕΝΕΔ, που προβάλλονταν στα Επίκαιρα, με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο να χορεύει τσάμικο ανάμεσα σε στρατιώτες με φουστανέλα και τσαρούχια. Κάπως έτσι, χάρη στο εθνικολαϊκιστικό κιτς της δικτατορίας, οι δημοτικοί χοροί στο συλλογικό φαντασιακό ταυτίστηκαν με τη Δεξιά του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και η Αριστερά επέλεξε ως σάουντρακ τα αντάρτικα και τα ρεμπέτικα.

Καγκελάρι και αντίσταση

Σύμφωνα βέβαια με την «ανάλυση» της ανταπόκρισης του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων για την επίσκεψη Τσίπρα στο χωριό από όπου έλκει την καταγωγή του, ο πραγματικός συμβολισμός του πρωθυπουργικού χορού –που ήρθε σε συνέχεια της ρητορικής που υιοθέτησε το πρωί της ίδιας ημέρας εξαγγέλλοντας ακόμη μία φορά τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων –έχει μπόλικη δόση αντίστασης. Οπως έγραφε χαρακτηριστικά το τηλεγράφημα του ΑΠΕ: «Και φυσικά δεν θα μπορούσε να μη χορέψει. Οχι έναν οποιονδήποτε δημοτικό χορό, αλλά το καγκελάρι. Χορός παραδοσιακός των Τζουμέρκων και των χωριών στα Αθαμάνια Ορη που οι κάτοικοι επινόησαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Χορός που οι χορευτές χορεύουν σφιχταγκαλιασμένοι ώστε να συνεννοούνται κιόλας». Το ύφος είναι αναμφίβολα ελαφρώς λυρικό αλλά ήταν και μια ανταπόκριση που ξεκινούσε ως εξής: «Τον ξέρουν όλοι από παιδί. Και σήμερα υποδέχθηκαν το δικό τους παιδί ως Πρωθυπουργό της Ελλάδας. Οχι με το πρωτόκολλο που επιβάλλει ο θεσμός, αλλά με την αγάπη και την οικειότητα που προβλέπει αυτή η γνήσια και άδολη σχέση».

Από την άλλη, ανάμεσα στους πιο κυνικούς παρατηρητές επικρατεί μια διαφορετική ανάγνωση. Κατ’ αυτήν η επιλογή του Τσίπρα να χορέψει έναν παραδοσιακό χορό στην πλατεία ενός ορεινού χωριού ήταν μια υπολογισμένη επικοινωνιακά κίνηση. Από εκείνες στις οποίες καταφεύγουν οι πολιτικοί όχι μόνο όταν αναλύουν τα νούμερα των δημοσκοπήσεων και δεν τα βρίσκουν ικανοποιητικά αλλά κυρίως όταν συνειδητοποιούν ότι οι κυβερνητικές τους αποφάσεις και πράξεις δεν τους επιτρέπουν πια να ανέβουν, φέρ’ ειπείν, πάνω στα τρακτέρ. Και με κάποιον τρόπο πρέπει να διατηρήσουν το αφήγημα της «άδολης και γνήσιας» σχέσης με τον λαό.

Ο πρώτος διδάξας

Ο Τσίπρας, πάντως, δεν ήταν ο πρώτος που αποφάσισε να σύρει τον χορό. Η πολιτική στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης πάντα κατέφευγε στο απόλυτο εκφραστικό μέσο του Zorba the Greek, τον χορό, για να συγκινήσει τα πλήθη διά της πλαγίας. Πρώτος διδάξας ο Ανδρέας Παπανδρέου, που κατόρθωσε με εργαλείο τα «βαριά» και «ανδρικά» ζεϊμπέκικα να διαγράψει από τη μνήμη του εκλογικού σώματος την αμερικανική του κουλτούρα και τα ακαδημαϊκά του χρόνια στο Μπέρκλεϊ. Ο Ανδρέας χόρευε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη και καθιέρωσε ως σουξέ το «Αυτός ο άνθρωπος αυτός» της Ρίτας Σακελλαρίου, δίνοντας έτσι στον μέσο ψηφοφόρο του ΠΑΣΟΚ την κολακευτική αίσθηση πως είναι πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του ηγέτη.

Κι ύστερα ήρθε το «Περιβόλι τ’ Ουρανού». Το μαγαζί που άνθησε τον –κατά τους πασόκους –χρυσό αιώνα του κόμματος, τη δεκαετία του 1980. Από την πίστα του παρήλασαν, φυσικά επιδεικνύοντας το ταλέντο τους στο ζεϊμπέκικο και τις στροφές ανάμεσα σε τόνους γαριφάλων, τα περισσότερα στελέχη του Κινήματος. Από τον Αντώνη Τρίτση και τον Ακη Τσοχατζόπουλο μέχρι τον Δημήτρη Τσοβόλα και τον Κώστα Σκανδαλίδη.

Την παπανδρεϊκή παράδοση αποπειράθηκε να συνεχίσει και ο γιος του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος. Μόνο που το ζεϊμπέκικο χρησιμοποιήθηκε από αυτόν ως μέσο διπλωματίας. Ως υπουργός Εξωτερικών, το καλοκαίρι του 2001, ο ΓΑΠ είχε χορέψει –τι πρωτότυπο; –τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και ο τούρκος ομόλογός του Ισμαήλ Τζεμ τού χτυπούσε παλαμάκια. Οι φιγούρες του πάνω στο καταπράσινο γκαζόν είχαν πλασαριστεί ως η απαρχή μιας νέας περιόδου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις –αν και δεν είχαν λείψει και τα αρνητικά σχόλια, ειδικά από τους αδελφούς Κυπρίους.

Υπερκομματικές «στροφές»

Παρότι το ζεϊμπέκικο είναι ταυτισμένο με την πράσινη παράταξη, η απήχησή του είναι πια διακομματική. Στους διαδρομιστές του πολιτικού συστήματος είναι γνωστό, ας πούμε, πως είναι φαν του ο Κώστας Καραμανλής. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα βέβαια είναι ελάχιστα, όπως εκείνο το στιγμιότυπο από το μακρινό 1996 με το ελαφρύ πήδημα του νεαρού τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης που φορά λαδί κοστούμι και ταμπά παπούτσια. Κι αν για τον νεοδημοκράτη πρώην πρωθυπουργό φαίνεται φυσιολογικό να χορεύει ζεϊμπέκικο –μπον βιβέρ και θαυμαστής του Ανδρέα γαρ -, το 2013 οι παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων είχαν σχολιάσει με εμφανή έκπληξη τις «στροφές» του τότε προέδρου της ΔΗΜΑΡ Φώτη Κουβέλη σε ταβέρνα των Τρικάλων. Επειδή «είναι χαμηλών τόνων» και «δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες εκδηλώσεις συναισθημάτων».

Πέρυσι τον Οκτώβριο, στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, ο Δημήτρης Κουτσούμπας χόρεψε το «Τραγούδι της ξενιτιάς». Τα μέλη του κόμματος τράβηξαν και ποστάρισαν τα απαραίτητα βίντεο στο Διαδίκτυο κάνοντας τον χορό του γενικού γραμματέα viral. Μπορεί ο Περισσός να επιβάλλει τον περίφημο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό ακόμη και στη διαχείριση τέτοιου είδους πληροφοριών, ωστόσο μέχρι και οι πολιτικοί του αντίπαλοι αναγνωρίζουν ότι ο Κουτσούμπας δεν έχει ανάγκη να φιλοτεχνήσει το προφίλ του λαϊκού μέσω ενός χορού. Αλλωστε, ο ίδιος πρόσφατα έχει ακομπλεξάριστα δηλώσει σε συνέντευξή του πως «του Αγίου Δημητρίου, ας πούμε, που γιορτάζω, βάζω καμιά ζεμπεκιά ή κανέναν συρτό, τσάμικο και χορεύουμε. Η ρίζα μου είναι σαρακατσάνικη. Πάω στο αντάμωμα. Φέτος πήγα στο Περτούλι των Τρικάλων. Πέρσι είχα πάει στον Παρνασσό. Εκεί είναι οι Σαρακατσαναίοι και έχουν παραδοσιακούς χορούς και φορεσιές. Χορεύουμε και εμείς φυσικά. Επίσης, μου αρέσουν πολύ και ο φίλος μου ο Γιώργος Μάγκας και η Τζούλη Τζινιέρη με τα Μαγκόπουλα». Μόνο που σε αυτούς τους αριστερούς χορούς δεν υπάρχουν τηλεοπτικές και φωτογραφικές κάμερες.

Κάντε πέρα να χορέψω

Ο κάθε πολιτικός, βέβαια, φορτώνει την επίδειξη των χορευτικών του ικανοτήτων με τα μηνύματα που επιθυμεί να εκπέμψει. Στα εγκαίνια των γραφείων της Λαϊκής Ενότητας, τον Δεκέμβριο που μας πέρασε, για παράδειγμα, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης επέλεξε να χορέψει. Για ποιο λόγο; Μα, για να δείξει πως παραμένει ο μόνος που δεν κλίνει το γόνυ στους ξένους. Εξού και τα διάφορα ηρωικά του τύπου «εμείς σκύβουμε μόνο όταν το ζεϊμπέκικο το απαιτεί» που έλεγαν οι παριστάμενοι. Η πρώην πια συντρόφισσά του Ρένα Δούρου πάλι, που χόρεψε το πρώτο επινίκιο συριζαϊκό ζεϊμπέκικο –το βράδυ που εξελέγη περιφερειάρχης τον Μάιο του 2014 –χόρευε μόνη, περικυκλωμένη από ένα πλήθος που την επευφημούσε. Στο πνεύμα της περίφημης ατάκας της που είχε προηγηθεί, «κάντε ένα βήμα πίσω όλοι» για να δεσπόζει η ίδια στο τηλεοπτικό πλάνο της νίκης.

Αυτός ο χορός ίσως ήταν, σημειολογικά μιλώντας, και η πρώτη ένδειξη της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ. Από τις χορευτικές φιγούρες Καρανίκα πίσω από το μπαρ, στα πασοκικού τύπου ζεϊμπέκικα κι από ‘κεί στα κυκλωτικά τσάμικα. Τι κι αν δεν χορεύουν οι αγορές;