Στην πρώτη φάση της διεκδίκησης του ρεπουμπλικανικού χρίσματος ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε τη μία ακραία δήλωση μετά την άλλη. Στη δεύτερη φάση επιδόθηκε σε προσωπικές επιθέσεις στους αντιπάλους του. Τώρα, στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ στις 8 Νοεμβρίου, φαίνεται ότι αποφάσισε να ασχοληθεί με τα βασικά ζητήματα. Ομως και πάλι τα όσα αποκαλύπτει για τις προθέσεις του προκαλούν ανησυχία.

Τις τελευταίες ημέρες ο Ντόναλντ Τραμπ τόνισε ότι προτίθεται, προσωρινά τουλάχιστον, να «αναστείλει τη μετανάστευση προς τις ΗΠΑ από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του κόσμου» και να κρίνει τους συμμάχους της χώρας αποκλειστικά από τη συμμετοχή τους ή όχι στην αποστολή που έχει αναλάβει η Ουάσιγκτον να ξεριζώσει την ισλαμική τρομοκρατία.

Σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Γιάνγκσταουν του Οχάιο –μια κρίσιμη πολιτεία όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Χίλαρι Κλίντον να προηγείται σταθερά –ο Τραμπ συνδύασε παλιές δεσμεύσεις για τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της Μέσης Ανατολής με την ανακοίνωση μιας σειράς νέων, αν και ιδιαίτερα ασαφών, προτάσεων για να αλλάξουν οι τακτικές των ΗΠΑ στα πεδία των μαχών. «Οπως κερδίσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο, εν μέρει εκθέτοντας τις ασχήμιες του κομμουνισμού και αναδεικνύοντας τις αρετές της ελεύθερης αγοράς, έτσι πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την ιδεολογία του ακραίου Ισλάμ» είπε. Μάλιστα, έκανε συγκρίσεις με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να εμπλακούν σε μια αδιάκοπη ιδεολογική μάχη εάν θέλουν να νικήσουν το Ισλαμικό Κράτος.

Προσπάθησε και πάλι να αλλάξει την πολιτικά εμπρηστική προσέγγισή του για το Μεταναστευτικό αντικαθιστώντας τον όρκο που έδωσε το 2015, ότι θα απαγορεύσει στους μουσουλμάνους να εισέρχονται στις ΗΠΑ, με μια νέα δέσμευση, ότι θα απαγορεύσει την είσοδο σε όσους προέρχονται από χώρες όπου ανθεί η τρομοκρατία. Για άλλη μία φορά, δεν ανέφερε ποιες χώρες είναι αυτές ούτε διευκρίνισε το εάν θα συμπεριληφθούν στον κατάλογο πολίτες παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ όπου τρομοκράτες σχεδίασαν και πραγματοποίησαν επιθέσεις, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και το Βέλγιο.

Ο νεοϋορκέζος επιχειρηματίας που έχει δεσμευθεί να φτιάξει ένα τείχος κατά μήκος των συνόρων της χώρας του με το Μεξικό, ανακοίνωσε επίσης ότι θα ζητήσει «να ανακρίνονται» οι μετανάστες, μια φράση που κρύβει διάφορες τακτικές, μεταξύ των οποίων και την υποβολή όσων θέλουν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ σε πλήθος ερωτήσεων που θα λειτουργούν ως «ιδεολογικό τεστ». Σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές, ο Τραμπ φαίνεται ότι κινείται στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής με επίκεντρο την τρομοκρατία που είχε υιοθετήσει ο Τζορτζ Μπους μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ομως, με την πάροδο των ετών, αυτού του είδους η πολιτική προκάλεσε πολλές επιπλοκές για την Ουάσιγκτον: η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποίησαν τη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας για να επιβάλουν περιορισμούς στις μουσουλμανικές μειονότητες. Και η κυβέρνηση Μπους σταδιακά ανακάλυψε ότι μια μονοδιάστατη προσέγγιση, που θα αξιολογούσε τις χώρες αποκλειστικά από την αφοσίωσή τους στην αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας, άφηνε ελάχιστα περιθώρια διαπραγματεύσεων όταν οι σύμμαχοι στις αντιτρομοκρατικές προσπάθειες υιοθετούσαν άλλη πολιτική που ερχόταν σε αντίθεση με τα αμερικανικά συμφέροντα –από τους Κινέζους που διεκδικούν έλεγχο της θάλασσας στη Νότια Κίνα έως τις αυξανόμενες ρωσικές απειλές εναντίον πρώην σοβιετικών δημοκρατιών.

Η ομιλία του Τραμπ για την εξωτερική πολιτική αποτελεί άλλη μια προσπάθεια του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου για την προεδρία να στραφεί προς σημαντικά θέματα έπειτα από μια ταραγμένη περίοδο της προεκλογικής του εκστρατείας, κατά την οποία ασχολιόταν με προσωπικές επιθέσεις και αντιμετώπιζε εσωκομματικά προβλήματα. Γι’ αυτό άλλωστε και την περασμένη εβδομάδα έκανε μια ομιλία για την οικονομία. Και αυτή τη φορά, όμως, δεν παρέλειψε να επιτεθεί τόσο στον πρόεδρο Ομπάμα όσο και στην αντίπαλό του Χίλαρι Κλίντον, κατηγορώντας τους για την άνοδο του ισλαμικού εξτρεμισμού. Υποστήριξε ότι «διέπραξαν ένα καταστροφικό σφάλμα» με τον «απρόσεκτο τρόπο με τον οποίο απέσυραν τα αμερικανικά στρατεύματα» από το Ιράκ και ότι ουσιαστικά ο Ομπάμα ευθύνεται «για τη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους». Κατηγόρησε την Κλίντον λέγοντας ότι χειροτέρεψε την κατάσταση αποπειρώμενη να «οικοδομήσει δημοκρατία στη Λιβύη».

Υποστήριξε –σωστά –ότι η Κλίντον υπήρξε ένθερμη οπαδός της αμερικανικής επέμβασης στη Λιβύη το 2011, κάτι το οποίο η πρώην υπουργός Εξωτερικών έχει παραδεχθεί επανειλημμένα ότι ήταν η πιο λανθασμένη κίνηση εξωτερικής πολιτικής στη διάρκεια της 8χρονης θητείας της. Ο Τραμπ ανέφερε ότι η Χίλαρι επιθυμεί να γίνει «η Ανγκελα Μέρκελ της Αμερικής», υπονοώντας ότι η αντίπαλός του θέλει να ακολουθήσει το παράδειγμα της γερμανίδας καγκελαρίου που δέχθηκε δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Ο Τραμπ δεν επέκρινε το καθεστώς Ασαντ, ωστόσο άσκησε κριτική στην κυβέρνηση Ομπάμα που επιμένει στην απομάκρυνση του σύρου ηγέτη και δεν αντιτάχθηκε στην ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων της Αραβικής Ανοιξης.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεσμεύθηκε για μια νέα συνεργασία με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ιορδανία ώστε να εμποδιστεί η εξάπλωση της τρομοκρατίας και άφησε να εννοηθεί ότι οι ΗΠΑ θα είχαν όφελος από στενότερες επαφές με τη Ρωσία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους.

Στρέφεται πλέον ανοιχτά στα άκρα

Ογδόντα ημέρες έχουν μείνει μέχρι τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και η προσπάθεια του ρεπουμπλικανού υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ να κατακτήσει τον Λευκό Οίκο βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Ο νεοϋορκέζος επιχειρηματίας φαίνεται να εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια παραδοσιακής προεκλογικής εκστρατείας με την οποία θα διεκδικούσε τους κεντρώους ψηφοφόρους. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η επιλογή του να θέσει ως επικεφαλής της προεκλογικής του προσπάθειας το στέλεχος της ακροδεξιάς ενημερωτικής ιστοσελίδας Breitbart.

Στο πρώτο στάδιο της προεκλογικής εκστρατείας των Ρεπουμπλικανών, ο Τραμπ υιοθέτησε δικές του τακτικές θέλοντας να ξεχωρίσει από τους συνυποψηφίους του – όπερ και εγένετο καθώς, πέραν όλων των προβλέψεων, εξασφάλισε το χρίσμα. Ομως τους τελευταίους τέσσερις μήνες έχει υπάρξει μια προσπάθεια ένωσης του Τραμπ με το κόμμα που εκπροσωπεί. Τον Απρίλιο ανέλαβε να ηγηθεί της εκστρατείας ο βετεράνος λομπίστας των Ρεπουμπλικανών Πολ Μάναφορτ, τον Ιούλιο στο συνέδριο του κόμματος αρκετά στελέχη υποστήριξαν δημόσια τον Τραμπ ενώ τους λόγους του ανέλαβαν να γράφουν κομματικοί λογογράφοι ώστε να συγκινήσουν την καρδιά του μέσου συντηρητικού Αμερικανού.

Ολα αυτά απέτυχαν. Το συνέδριο αποδείχθηκε καταστροφή, ρίχνοντας τα ποσοστά του Τραμπ στις δημοσκοπήσεις και αποτυγχάνοντας να πείσουν τους συντηρητικούς ότι ο Ντόναλντ είναι ένας από αυτούς. Ο Μάναφορτ απέτυχε να ελέγξει την τάση του Τραμπ να είναι προκλητικός και ακραίος.

Πλέον ο ρεπουμπλικανός υποψήφιος, προφανώς ενοχλημένος από τις προσπάθειες να γίνει αρεστός στον κεντρώο ψηφοφόρο, αποφάσισε να αναλάβει τα ηνία του εγχειρήματος. Ο νέος επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας Στίβεν Μπάνον, πρώην τραπεζίτης της Goldman Sachs που μετατράπηκε σε συντηρητικό ακτιβιστή, έχει υποστηρίξει στο παρελθόν λαϊκιστές υποψηφίους όπως η Σάρα Πέιλιν και είναι εκείνος που συχνά γράφει διάφορες θεωρίες συνωμοσίας στην ακροδεξιά ενημερωτική ιστοσελίδα Breitbart, επικρίνοντας ακόμα και στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που θεωρεί ότι δεν είναι επαρκώς αφοσιωμένα στην επικράτηση των ακραίως συντηρητικών απόψεων.

Βέβαια, οι πολιτικοί αναλυτές δεν ξεχνούν ότι τέτοιου είδους πρακτικές οδήγησαν στη νίκη του Τραμπ στις προκριματικές εκλογές για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα. Τίποτα όμως μέχρι στιγμής δεν δείχνει ότι θα υπάρξει παρόμοια απήχηση στο γενικό κοινό καθώς η Χίλαρι Κλίντον φαίνεται να προηγείται σε όλες τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης – σε σημείο μάλιστα που οι σύμβουλοί της αποσύρουν διαφημίσεις ώστε να εξοικονομήσουν χρήματα ενώ ενισχύουν την καμπάνια της σε παραδοσιακά ρεπουμπλικανικά προπύργια όπως η Πολιτεία της Τζόρτζια.

Ο διορισμός του Μπάνον δεν δίνει μόνο διαφορετικό τόνο στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ. Δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επαναπροσέγγιση με την ηγεσία του κομματικού μηχανισμού στην Ουάσιγκτον, με στελέχη που επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς τον υποστηρίζουν με βαριά καρδιά προσπαθώντας ταυτόχρονα να διατηρήσουν και κάποια απόσταση από εκείνον. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο πρόεδρος της Βουλής Πολ Ράιαν και ο επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ.

Αγάλματα χωρίς «προσόντα»

Γυμνά αγάλματα, σε φυσικό μέγεθος, του Ντόναλντ Τραμπ εμφανίσθηκαν ξαφνικά σε πλατείες αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Σε Νέα Υόρκη, Λος Αντζελες, Σαν Φρανσίσκο, Κλίβελαντ και Σιάτλ, ο κόσμος δεν χάνει την ευκαιρία να βγάλει σέλφις δίπλα στο άγαλμα όπου ο Τραμπ εμφανίζεται με μικροσκοπικό πέος (λόγω της μεγάλης συζήτησης που προκάλεσε ο ίδιος τονίζοντας ότι τα «προσόντα» του αποδεικνύονται από τα μεγάλα του χέρια) και χωρίς όρχεις. Αλλωστε ο τίτλος της κίνησης αυτής που πραγματοποιείται από την καλλιτεχνική κολεκτίβα Indecline είναι: «Ο αυτοκράτορας δεν έχει α…». Οπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της κολεκτίβας «αυτές οι κατασκευές που δεν θα μείνουν για πολύ σε δημόσια θέση αντιπροσωπεύουν αυτόν τον εφιάλτη που ελπίζουμε να περάσει γρήγορα. Το φθινόπωρο ελπίζουμε ότι θα κοιτάμε πίσω και θα γελάμε με την αποτυχημένη υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ».