Οσο εύκολη ήταν τα τελευταία χρόνια η αποκήρυξη των αριστοφανικών κωμωδιών ως «επιθεωρησιακών», άλλο τόσο αυτόματη ήταν η αναζήτηση της ποιητικότητάς τους ως προγραμματικός στόχος του εκάστοτε σκηνοθέτη. Η αναζήτηση αυτή πέρασε στον δημόσιο λόγο: σε συνεντεύξεις, κριτικά σημειώματα και προγράμματα αναζητείται ο ποιητής Αριστοφάνης τον οποίο χάσαμε κάπου στη διαδρομή. Με την παράσταση της Επιδαύρου, την οποία παρακολούθησαν περίπου 20.000 θεατές στις 19 και 20 Αυγούστου (ρεκόρ για το φετινό Φεστιβάλ), ο Νίκος Καραθάνος τον ανακάλυψε. Οχι σαν «ανασκαφή» του κειμένου, ούτε σαν αποκήρυξη της λαϊκότητάς του. Αλλά σαν έμπνευση και αφορμή για μια παράσταση με τις δικές της ελευθερίες, φιλτραρισμένες στην αισθηματική αγωγή του σκηνοθέτη και των συντελεστών της. Από μια άλλη οπτική, η παράσταση λειτούργησε και σαν υπενθύμιση για το νέο επιδαύριο τοπίο: το Εθνικό Θέατρο συναντήθηκε σε έναν ευγενή ανταγωνισμό με ανεξάρτητους νέους παίκτες (Λυκιαρδόπουλος, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση), οι οποίοι δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στο ανανεωτικό ανέβασμα ακολουθώντας την αισθητική που διαμορφώθηκε την περίοδο του Γιώργου Λούκου.

Εκτός από ουτοπική αλληγορία, οι «Ορνιθες» δεν παύουν να είναι ένας γοητευτικός μύθος που απαιτεί το ξεχείλωμα των αισθήσεων σε βαθμό σουρεαλιστικό: οι άνθρωποι αποφασίζουν να ιδρύσουν μια πολιτεία στον αέρα, όπου η ηθική και η δικαιοσύνη θα είναι νόμοι παντοτινοί. Στη Νεφελοκοκκυγία του 2016, ωστόσο, κράτος και εξουσία έχουν η ελαφράδα, η ηδονή και το πείραγμα. «Είσαι ηλίθιος» λέει κάποια στιγμή ο Πεισθέταιρος στον Ευελπίδη. «Ναι, αλλά μ’ αγαπάς» ανταπαντάει η άλλη όψη του νομίσματος.

Φωτογραφίες και πίνακες

Οι «Ορνιθες» που φαντάστηκε ο Καραθάνος γεννήθηκαν από το περίσσευμα των δικών του (και δικών μας) βιωματικών εμπειριών: από οικογενειακές βεγγέρες, φωτογραφίες συγγενών (ο Αγγελος Παπαδημητρίου μπορεί πλέον να κατοχυρωθεί ως θεατρικός τύπος όταν υποδύεται τη συμπεθέρα που φωνάζει «να μας ζήσει» ή τη Σωτηρία Μπέλλου σε παραδοσιακό γλέντι), από αγαπημένους πίνακες ζωγραφικής, από την ανάμνηση ενός μπάνιου σε καταπράσινο κήπο (αυτό το κάδρο, που θύμιζε τις «Λουόμενες» του Σεζάν, ήταν μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της σκηνογράφου Ελλης Παπαγεωργακοπούλου). Στιγμιότυπα μιας ζωής όπου το πραγματικό θαύμα είναι η αναζήτηση της ελάχιστης ουτοπίας. Η στιγμή που όλοι θέλουν να «ησυχάσουν» (από τις κομβικές λέξεις μέσα στην παράσταση) και να κυνηγήσουν το «απίστευτο» (άλλη λέξη – κλειδί). Με χιούμορ, με πλάκα, με τα παιχνίδια της μεταμφίεσης (ο Λούλης – Εποπας είναι ένας ήρωας χωρίς ιδιότητες: ούτε άνθρωπος ούτε πουλί), με αυτοσχεδιασμούς της παρέας (ο διάλογος της Γαλήνης Χατζηπασχάλη – Ιριδας με τον Πεισθέταιρο, όπως σε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία). Μόνο τα σώματά μας υπάρχουν μοιάζει να λέει ο Καραθάνος και οι ηθοποιοί του που στιγμές στιγμές αφήνουν την εντύπωση ότι σκηνοθετούν μαζί του. Για να βγουν κυριολεκτικά από τα ρούχα τους, όταν οι άνθρωποι ταράζουν τη νιρβάνα τους. Προφανώς αποτελεί ευτυχή συγκυρία για τον Αριστοφάνη της νέας εποχής ότι δύο αναγνώσεις έργων του στην Επίδαυρο του 2016 –«Λυσιστράτη» και «Ορνιθες» –ανέδειξαν το γυμνό σώμα σε κλειδί για την εκ νέου ανακάλυψη της χαμένης αθωότητας ή ποιητικότητας.

Κατά την είσοδο των πουλιών στην ορχήστρα, το προσκλητήριο στους φίλους μετατρέπεται σε εύρημα: ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης καλούν κοντά τους τα πουλιά της προσωπικής τους ευαισθησίας: τον λέλεκα, τον Βαγγέλη, τον Διονύση, τον Ψαραντώνη, τον κούκο και –έκπληξη! –τον Λούκο. Ηταν η δεύτερη αναφορά της φετινής Επιδαύρου στον τέως καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ (μετά την αφιέρωση του Μαρμαρινού) και αναγνωρίστηκε στο χειροκρότημα των θεατών. Μέχρι το τέλος οι ήρωες πασχίζουν να ξαναβρούν το χαμένο εσωτερικό κέντρο κοιτάζοντας στον καθρέφτη της φύσης τις αδυναμίες τους. Είναι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας των αλλοπρόσαλλων επιθυμιών, των υπερβολών, των μεγεθύνσεων, των αντιφάσεων. Ενα κράμα διαφορετικότητας, το οποίο υπενθυμίζουν οι εμφανίσεις της νάνου Βασιλικής Δρίβα και του αθλητή των Παραολυμπιακών Αγώνων Γιάννη Σεβδικαλή. Εκβιάζει το συναίσθημα ο σκηνοθέτης; Θεμιτή η ερώτηση, αλλά οι ήρωες στους «Ορνιθες» δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα από τα τραύματά τους. Αν ο Δίας του Σεβδικαλή τρέχει πάνω σε μεταλλικές λάμες, ο Πεισθέταιρος του Καραθάνου εισέρχεται στην ορχήστρα κουρασμένος ήδη από την αρχή. Είναι ο τσακισμένος άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς. Γνωρίζει και το ομολογεί ότι παίζει μέσα σε ένα παραμύθι –«αλλά τα παραμύθια λένε ψέματα». Μπορεί ακόμη και να ανεβοκατεβάζουν ταχύτητες –ειδικά στο μέσο της παράστασης –ανεβοκατεβάζοντας μοιραία και τις διαθέσεις του ακροατηρίου.

Στη χώρα των πουλιών

Και η Νεφελοκοκκυγία; Αυτή τη φορά ήταν ένα εξωτικό νησάκι χαμένο κάπου στον Αμαζόνιο (;), με ψηλούς φοίνικες, πολύχρωμες ομπρέλες θαλάσσης και ειδυλλιακούς φωτισμούς. Κι έτσι η παράσταση πηγαινοερχόταν μεταξύ της Βραζιλίας (όπου οι αθλητές των Ολυμπιακών Αγώνων κυνηγούν κι αυτοί «κοντά στη δόξα μια στιγμή»), μιας ταινίας animation (από τα «Angry birds» μέχρι το «Ρίο»), αλλά και των εκδρομών σε ελληνικές παραλίες.

Για να εικονογραφήσει την πολιτεία του ο Καραθάνος επικαλέστηκε όλα τα δάνεια που επιτρέπει η ελευθεριότητα. Τι κοστούμια να φορέσεις, αλήθεια, στα πουλιά; Αν είναι πολύ φανταχτερά καθηλώνουν το βλέμμα σου στο έδαφος. Αν είναι αέρινα, σε απομακρύνουν από το γήινο σύνορο. Γι’ αυτό και ο Καραθάνος φόρεσε στους ηθοποιούς ρούχα καθημερινά, με την εξαίρεση μιας υπαινικτικής εμφάνισης της Φωτεινής Μπαξεβάνη. Η πραγματική τούρτα που ρίχνουν τα πουλιά στο πρόσωπο της Ιριδας και η τουρτομαχία κατέφθασαν από τα γκανγκ των σλάπστικ ταινιών. Το περπάτημα του Ευελπίδη εκλάπη δικαίως από τον Σαρλό, ο χορός του Εποπα (Χρήστου Λούλη) από τους Ινδιάνους και τον Καραγκιόζη. Ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης ήταν οι Εστραγκόν (ψυχή) και Βλαντιμίρ (σκεπτικισμός), αλλά αυτή τη φορά σε ένα ανάλαφρο μπεκετικό σύμπαν. Τα τρία αγανακτισμένα πουλιά (Εμιλυ Κολιανδρή, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Μαρία Διακοπαναγιώτου) με τις καραμπίνες ανά χείρας κατέφθασαν, πάλι, από τα γουέστερν της νυχτερινής ζώνης. Σε μια παράσταση από την οποία έλειπαν οι πούρες πολιτικές αναφορές, χωρίς η ίδια να χάνει ποτέ την πολιτική της διάσταση, η σκηνή λειτουργούσε υπαινικτικά για την Ελλάδα της οργής που θέλει να ξαποστάσει. Τι φωνάζουν οι τρεις γυναίκες πάνω στη σκηνή; «Σήμερα ο νόμος ξαναγράφεται». Ποιος είπε, λοιπόν, ότι στη Νεφελοκοκκυγία δεν υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά της φαντασίωσης: η αυτοδικία με την προβιά του νόμου;

Η κίνηση και η μουσική

Τα πάντα στην παράσταση στροβιλίζονταν γύρω από την κίνηση της Αμάλια Μπένετ, που τοποθετούσε σε σπείρα τις κυκλικές επιθυμίες των ανθρώπων και υποδείκνυε την καταφυγή στην παιδικότητα ως αντίβαρο στη σοβαροφάνεια. Οι ηθοποιοί τρέχουν και ιδρώνουν σε ένα απολύτως σωματικό θέατρο επιστρέφοντας σε ό,τι θέλησαν να ονειρευτούν. Η μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου, από την άλλη, μέσα σ’ αυτό το καρναβάλι των πουλιών εκτάθηκε από τους βοκαλισμούς της Μποφίλιου ώς το σολάρισμά της («Εξω βρέχει», τραγούδι που γράφτηκε απ’ τον ηθοποιό – συνθέτη για να θυμίζει Αττίκ), τους απόηχους της χιπ χοπ, την «Ουτοπία» του ουρουγουανού ποιητή Μάριο Μπενεντέτι («Cómo voy a creer/ que la útopia ya no existe») και το κλασικό ροκ που αναγεννήθηκε μέσα από ένα μοτίβο μακεδονίτικου τραγουδιού στα «βαφτίσια» της Νεφελοκοκκυγίας.

Ο Καραθάνος πιστεύει σε ένα κοινό που δεν έχει ανάγκη ΤΗΝ ανάγνωση, ΤΟ αριστούργημα, ΤΗΝ ερμηνεία. Φευγαλέοι είναι και οι δικοί του «Ορνιθες» διαθέτοντας το βάρος ενός πούπουλου. Γι’ αυτό και οι τόσες ελευθερίες που παίρνει καταλήγουν στη μεγαλύτερη: ο Πεισθέταιρος δεν παντρεύεται με την εξουσία για να καταλήξει ένας δικτατορίσκος της νέας εποχής. Στο τέλος θα τους ενώσουν όλους τα κοινά μυστικά (η φράση που λέει ο ένας στο αφτί του άλλου), το φωτισμένο μπαλόνι της ανύψωσης και η παλλαϊκή γιορτή. Ο Καραθάνος θα διατηρήσει, ωστόσο, τη μελαγχολία της ουτοπίας που πατάει γερά στο έδαφος (σαν να λέμε, του θεάτρου που έχει στόχο να διασκεδάσει το κοινό του). Και είναι σ’ αυτό το σημείο που μοιάζει να εμπνέεται περισσότερο από την ποίηση του Ελύτη, για παράδειγμα, παρά του Αριστοφάνη: «Ουτοπία; Μπορεί, γιατί όχι: μια εκδοχή ανάμεσα στις άλλες είναι κι αυτή, μόνο που έχει τις λιγότερες πιθανότητες» («Εν λευκώ»). Σαν μπαλόνι που κάνει να χαθεί στον ουρανό, αλλά στο τέλος κρατιέται στη γη από ένα σκοινί. Σ’ εκείνο το μετέωρο σύνορο όπου η ατσάλινη πίστη συναντά την πουπουλένια θέληση του ανθρώπου. Που θέλει να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Πέφτοντας. Αλλά κι αν αποτύχει θα ξαναπροσπαθήσει. Για να αποτύχει καλύτερα.

INFO

Η παράσταση θα ανεβεί στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στις 17 – 18 και 21 – 23/9 (ηλεκτρονική προπώληση από σήμερα, ταμεία από 1/9). Μετάφραση: Γιάννης Αστερής. Ο θίασος: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Βασιλική Δρίβα, Νίκος Καραθάνος, Εμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Εκτορας Λιάτσος, Χρήστος Λούλης, Γρηγορία Μεθενίτη, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Νατάσσα Μποφίλιου, Αγγελος Παπαδημητρίου, Φοίβος Ριμένας, Μιχάλης Σαράντης, Γιάννης Σεβδικαλής, Αρης Σερβετάλης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη