Εν αρχή ην ο λυρισμός. Η ποίηση που στη γέννησή της συνυπάρχει με το μέλος και τη συνοδεύουν η λύρα, η κιθάρα, ο αυλός είναι η τέχνη του λόγου στην οποία κατέφυγε ο άνθρωπος σε εποχές λοιμών, λιμών, σεισμών, καταποντισμών, ασθενειών και πανδημιών, πένθους και ενθουσιασμού, φόβου και ελπίδας, ικεσίας και χλεύης για να εκφράσει συλλογικά ή ατομικά συναισθήματα. Θα έλεγε κανείς πως η λυρική ποίηση με όλες τις παραλλαγές της συναισθηματικά επιθετικές ή αμυντικές, εξωστρεφείς ή εσωστρεφείς, στον εαυτόν, προς τον άλλον ή προς το Αλλον είναι η μουσική και ρυθμική μεταποίηση της κραυγής: ή της χαράς ή του πένθους.

Ακολουθεί το έπος. Η εν ρυθμώ αφήγηση, η ιστορική συλλογική ή οικογενειακή, ακόμη και προσωπική μνήμη. Ο επικός άνθρωπος διασώζει τραυματικά ή ένδοξα γεγονότα ή δημιουργεί φανταστικές περιπέτειες βίου είτε για να ξορκίσει δεινά είτε για να τοκίσει ελπίδες, διαφυγές ή έχθρες. Το τρίτο είδος ποίησης βαφτίστηκε δραματικό και είναι γέννημα ώριμου πλέον πολιτισμού. Οταν γεννιέται το θέατρο, τον 6ο π.Χ. αιώνα, το συντρέχουν και το συνθέτουν όλες οι άλλες παλαιότερες και έμπειρες σε τεχνικές, όρους, όρια και μεθόδους εκφράσεις του λόγου: εικαστικές, λεκτικές, μιμητικές, μουσικές, ορχηστικές. Το αρχαίο θέατρο στην Αττική, διότι στην Αττική γεννήθηκε το θέατρο, συνέθεσε εν ισορροπία λυρισμό, επική παράδοση, όρχηση, εικόνα και μίμηση πράξεως δρώντων.

Αλλά όταν αναπαριστάς δράσεις εν τόπω και χρόνω και έχεις μόνιμο, σταθερό χώρο για την αναπαράσταση, είσαι παγιδευμένος στο Τώρα Εδώ. Η μίμηση πράξεως είναι έξοχο μεν αλλά τραγικά παροντικό γεγονός. Αυτό που μιμούμαι γίνεται Τώρα Εδώ, στον ορισμένο χρόνο στη Σαλαμίνα, στη Θήβα, στη Βενετία, στην Αγγλία, στις Βερσαλλίες, σε μια αυλή στην Ισπανία, στην Πλάκα της Αθήνας. Αλλά οι ανθρώπινες πράξεις έχουν παρόν, παρελθόν και μέλλον, εδώ και αλλού. Ετσι το θέατρο επιστράτευσε τον πανάρχαιο λυρισμό στα χορικά και τις αγγελικές ρήσεις από το έπος για να συμπληρώσει τις διαστάσεις του χρόνου και του χώρου στη στενή σκηνή. Για το παρελθόν είχε δύο αφηγηματικά μέσα: τους νεκρούς που έρχονταν από τον Αδη και αφηγούνταν γεγονότα εκτός παρόντος χρόνου και τους επαγγελματίες κήρυκες ή τους τυχαίους μάρτυρες γεγονότων εκτός σκηνής. Οι νεκροί πάλι, έχοντας και τη συνείδηση του μέλλοντος χρόνου, ένα προφητικό χάρισμα, διεύρυναν τον αφηγηματικό χρόνο στα μέλλοντα και βεβαίως το ίδιο μετέφεραν στο σκηνικό παρόν και οι μάντεις.

Ετσι η θεατρική σκηνή του παρόντος διευρυνόταν και χωρικά και χρονικά.

Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΡΗΣΗ. Ο πολύ καλός και ανήσυχος, άρα ταλαντούχος ηθοποιός Αργύρης Πανταζάρας, σε μια εποχή που για πολλούς αισθητικούς, θεωρητικούς αλλά και πεζά οικονομικούς λόγους ευδοκιμεί μια επιστροφή του θεάτρου στις καταγωγικές ρίζες του, σκέφτηκε να προσεγγίσει και να μελετήσει την εκτός δομής στο τραγικό ποιητικό έργο λειτουργία του επικού μονολόγου, της αγγελικής ρήσης.

Το πράγμα έχει την καίρια πρόκλησή του. Σε όλα τα έως τώρα γνωστά και σωζόμενα τραγικά κείμενα το επικό στοιχείο έρχεται στη σκηνή με έναν αφηγητή, άγγελο, κήρυκα, δούλο, τυχαίο παρατηρητή. Κανένας δεν συνδέεται συναισθηματικά και προσωπικά με τα γεγονότα που επιφορτίζεται να μεταφέρει στη σκηνή. Σε λίγες περιπτώσεις, αναγγέλλοντας τρομερά συμβάντα, εκφράζει την ανθρώπινη αντίδρασή του, την απέχθειά του ή τη συμπόνια του.

Ο ιδιοφυής Καμπανέλλης στο μονόπρακτό του «Πάροδος Θηβών» που ανήκει σε μια αρχαιόθεμη συνθήκη βάζει να έχουν αποσυρθεί ως… συνταξιούχοι οι αγγελιαφόροι της Αντιγόνης και του Οιδίποδος εκτός Θηβών και να προσπαθούν να αποτρέψουν τα παιδιά τους να πάθουν ό,τι τράβηξαν αυτοί, να εμπλακούν στα πάθη των ηγεμόνων και να κινδυνέψουν τα κεφάλια τους! Ο Αγγελος, ο Κήρυκας, ο δούλος Συνοδός, ο Φύλακας, ακόμη και ο ευνούχος Ασιάτης που έχει κουβαλήσει η Ελένη ως αμπιγέρ από την Τροία μεταφέρουν στη σκηνή ό,τι ο θεατής δεν μπορεί να δει, αφού γίνεται σε άλλο εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, άλλη χρονική στιγμή. Αλλά ουσιαστικά ο καθένας είναι αμέτοχος. Ως παρατηρητής τυχαίος ή εντεταλμένος αφηγείται. Αλλά η αφήγησή του είναι Καταλυτική, αφού αλλοιώνει τα γεγονότα, τα μετατρέπει, τα ανατρέπει, τα φωτίζει ή τα συσκοτίζει.

Ο Πανταζάρας (είδα τη σύνθεσή του στη Μικρή Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ) συνέθεσε ένα θεατρικό συμβάν εκτός τόπου και χρόνου τραγωδίας, αποσπώντας αγγελικές ρήσεις από την «Αντιγόνη», τον «Οιδίποδα τύραννο» (Σοφοκλής) και τις «Βάκχες», τον «Ηρακλή μαινόμενο» και τη «Μήδεια» (Ευριπίδης) με λυρικές συνθέσεις από χορικά ποικίλης προέλευσης τραγωδιών. Αυτονόμησε δηλαδή την αφήγηση, την έβγαλε από την οικεία δομή της και άφησε τα αφηγούμενα να λειτουργήσουν μέσα σε ένα λυρικό ανάλογης δραματικότητας ρευστό. Σε ένα σκηνικό τοπίο αιματωμένης λάσπης, όπως είναι το τραγικό τοπίο όπου τελούνται αιμομιξίες, παιδοκτονίες, αυτοκτονίες, ο Πανταζάρας έφερε στο προσκήνιο τη φρίκη ως ένα πανανθρώπινο σύνδρομο φονικής τελετής.

Τα μεταφρασμένα αφηγηματικά κείμενα και τα χορικά (Ν. Παναγιωτόπουλος, Μπλάνας, Χειμωνάς) έφυγαν από το αρχιτεκτονικά και αιτιολογικά δομημένο ποιητικό σώμα και αποτέλεσαν μια εν χρόνω και χώρω αιματηρή, αμαρτωλή και τελετουργική τοιχογραφία.

Το εγχείρημα έχει τους κινδύνους του. Κυρίως απευθύνεται σε γνώστες των αρχαίων κειμένων. Δεν εννοώ πως χρειάζεται η γνώση της δομής και της υπόθεσης των έργων από τα οποία αποσπάστηκαν οι αγγελίες. Εννοώ πως οι ίδιες οι τραγικές ειδήσεις που αναγγέλλονται περιέχουν πρόσωπα και γεγονότα που σε έναν αμέτοχο δεν εξηγούν το μέγεθος ή το είδος της φρίκης που περιγράφεται. Η μόνη ένσταση, αφού το θέαμα – ακρόαμα απευθύνεται στο γενικό κοινό.

Ο Πανταζάρας επιστράτευσε μια μικρή ταλαντούχα ομάδα νέων ηθοποιών για να μεταφέρει τη σκηνική του άποψη αλλά και τη φιλοσοφική του οπτική, διότι ό,τι φτάνει στο κοίλον είναι ένα απαισιόδοξο μήνυμα, ότι ο άνθρωπος χιλιάδες τόσα χρόνια έως τώρα δεν άλλαξε και δεν Εμαθε. Τον στοιχειώνει το στίγμα του Κάιν, του Κρόνου και του Μολώχ.

Ο σκηνικός αιματηρός βούρκος της ιστορίας και τα κοστούμια – ράκη της Λουκίας Χουλιάρα, η έξοχη έμμονη μουσική του Γ. Πούλιου, η χορογραφημένη κίνηση του Χατζηγεωργίου και οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί του Καρβέλα συνέτειναν στον οπτικοακουστικό εφιάλτη.

Ο Πανταζάρας κυρωμένος πλέον πρωταγωνιστής με σκηνικό ήθος και οι έξοχοι «μαθητές» του (Χ.-Μ. Γιαννάτου, Μελ. Μάχουτ, Γ. Κατσής, Αγης Μικελάτος, Κ. Πλεμμένος) έκαναν την κραυγή Μουσική.

Κείμενο:

Αποσπάσματα από τραγωδίες των Σοφοκλή και Ευριπίδη

Μεταφράσεις:

Γιώργος Χειμωνάς, Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Μπλάνας

Σύλληψη – σκηνοθεσία:

Αργύρης Πανταζάρας

Σκηνικά-κοστούμια:

Λουκία Χουλιάρα

Μουσική:

Γιώργος Πούλιος

Κίνηση:

Ηλίας Χατζηγεωργίου

Φωτισμοί:

Γιώργος Καρβέλας

Ερμηνείες:

Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Μελισσάνθη Μάχουτ, Γιώργος Κατσής, Αγησίλαος Μικελάτος, Αργύρης Πανταζάρας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος