Εξακολουθεί να προκαλεί απορίες, ερωτηματικά και ανησυχία η αβάσταχτη ελαφρότητα με την οποία οι κυβερνώντες αντιλαμβάνονται τη διάκριση των εξουσιών. Ιδίως δε τη σχέση της εκτελεστικής εξουσίας με τη Δικαιοσύνη. Το τελευταίο κρούσμα είναι το τραγικό ναυάγιο της Αίγινας. Εκεί ο χειρισμός των ερευνών από το Λιμενικό ανταγωνίζεται σε κακή ποιότητα την ευκολία με την οποία κάνει δηλώσεις ο αρμόδιος υπουργός.

Η κυβέρνηση έσπευσε, βέβαια, να επιτεθεί με τη γνωστή μέθοδο των, πρωτόγνωρων για τη δημοκρατική λειτουργία της δημόσιας ενημέρωσης, υβριστικών «σημειωμάτων». Αλλά και με τη συνδρομή των κρατικών ΜΜΕ όπου τα «σημειώματα» αυτά, εν είδη απαγγελίας αγνώστου κειμένου, μεταδίδονται στα δελτία ειδήσεων. Θα περίμενε κανείς μια τόσο σπαρακτική ανθρώπινη τραγωδία να είχε ενεργοποιήσει άλλου είδους ανακλαστικά. Και να είχε ωθήσει τους κυβερνώντες να προστατεύσουν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης την ώρα που αυτή, στην κρίσιμη ανακριτική φάση, πήγε να υποκατασταθεί από τους λιμενικούς. Αντ’ αυτού, επικαλούνται κατασκευασμένες τερατολογίες για να ενοχοποιήσουν εκ νέου τα ΜΜΕ σε ένα ακόμη επεισόδιο του γνωστού ψευτοπολέμου.

Ως συνήθως, ισχύουν τα αυτονόητα. Η χώρα διαθέτει δικαστικούς λειτουργούς που έχουν όλα τα εφόδια και όλες τις αρμοδιότητες ώστε να διαλευκάνουν πλήρως την υπόθεση. Η κυβέρνηση δεν έχει παρά να τους αφήσει ανεμπόδιστους να προχωρήσουν –και μάλιστα γρήγορα. Η τεχνολογία είναι, άλλωστε, σε θέση να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που τίθενται εν σχέσει με το μοιραίο περιστατικό. Το επισήμανε σωστά η αντιπολίτευση εξαρχής –για να αντιμετωπιστεί με τις συνήθεις κατάρες και τα γνωστά αναθέματα. Την ίδια ώρα δεν μπορεί κανείς να μην αναστατωθεί από την εντύπωση ότι το ενδιαφέρον της κυβέρνησης φαίνεται να είναι μεγαλύτερο για τους φερόμενους ως δράστες παρά για τα θύματα.