Θυμάμαι ότι πήγαινα ακόμα σχολείο και εκείνο το βράδυ δεν βγήκα με τους φίλους μου. Πήγα κρυφά να δω σε έναν κινηματογράφο της Πλατείας Αμερικής την ταινία «Ο Καβγατζής» του Φασμπίντερ και μετά πήγα στην παράσταση. Ηταν τεράστια επανάσταση στα μάτια μου τότε. Θυμάμαι ότι είχα μαγευτεί τρομερά από αυτή την παράσταση και δεν την είδα μια φορά, αλλά τρεις. Ξαφνικά, αν και έβλεπα θέατρο από πολύ μικρός, ήταν η πρώτη φορά που συγκινήθηκα. Κατάλαβα πόσο σημασία έχει το ότι μια παράσταση που ναι μεν αφορά τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα και εμπεριέχει μεγάλο μέρος του κειμένου, σαν να στέκεται και να μελετά διάφορες κατευθύνσεις και να τις διευρύνει πολύ, βάζοντας παράλληλα πράγματα που σχετίζονται άμεσα με την κύρια δραματουργία, αλλά πηγαίνουν και πιο πέρα.

Δηλαδή, αυτό κατέληγε στην ουσία. Ενώ δεν έβλεπες αμιγώς τον Ρομέο και την Ιουλιέτα με τη δομή που έχει από γραφής, ήταν σαν να μπορείς να καταβυθιστείς στις πιο ουσιαστικές του περιοχές. Και αυτό μέχρι τότε δεν το είχα ξαναδεί. Θυμάμαι πόσο με είχε συγκλονίσει συνολικά η παράσταση, νομίζω ότι ήμουν εκστατικός καθ’ όλη τη διάρκειά της (τρεισήμισι ώρες). Από την τόσο κοντινή απόσταση που παίζονταν τα πράγματα και από το γεγονός ότι ένιωθα συνένοχος, το οποίο είναι σπάνιο πράγμα. Πολλοί το επιχειρούμε αλλά σπανίως πετυχαίνει, είναι μια δύσκολη συνθήκη.

ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την Αγγελική Παπούλια που έκανε μόνη της την αφήγηση της σκηνής της Ιουλιέτας που περιμένει τα νέα από την παραμάνα της και πως η ίδια έπαιζε στη σκηνή και τις δύο. Δεν αναπαριστούσε τα πρόσωπα αλλά στην ουσία προσπαθούσε να μεταφέρει την εμπειρία της σκηνής χρησιμοποιώντας και τα δύο πρόσωπα. Και αυτό θυμάμαι ότι με είχε συγκινήσει πολύ και με κάποιον τρόπο έχει υπάρξει καθοριστικό σε διάφορα πράγματα και στον τρόπο που κι εμένα με ενδιαφέρει να αρχίζει μια διεύρυνση της αφήγησης σε πιο περιφερειακά πράγματα που όμως θέλουν να συναντήσουν τον πυρήνα.

Ηταν η περίοδος που είχα αρχίσει να ανακαλύπτω τους δημιουργούς. Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να πηγαίνω φανατικά στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, όπου τότε παιζόταν το «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, επίσης με την Αγγελική Παπούλια. Νομίζω πως ήταν μια εσωτερική απόφαση ότι αυτό είναι που θέλω να κάνω. Ανακάλυψα πόσο προσωπική μπορεί να είναι τελικά η δουλειά του σκηνοθέτη –ότι στην ουσία δεν είναι ένας απλός οργανωτής, αλλά ένας στοχαστής ενός πράγματος και εκεί νομίζω ότι αυτό άρχισε να με συγκινεί ακόμα περισσότερο και να με διεγείρει.

Αυτό που με είχε πρωτοσυγκινήσει το είδα και τώρα στη «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Να υπάρχει με έναν εξελιγμένο τρόπο και όχι ως ένα απλό αναμάσημα ενός πράγματος που είχε βρεθεί κάποια στιγμή. Αυτή η διεύρυνση του πυρήνα των έργων και το κούνημα που κάποιους μπορεί να τους απωθεί, επειδή αυτό είναι και θέμα γούστου. Είδα αυτό το ίδιο πράγμα, το ίδιο στοιχείο, την ίδια ιδιότητα δουλειάς που με είχε συγκινήσει πριν από 13 χρόνια και χάρηκα τρομερά.