«Πέρασα μια ζωή βαμμένη με ροζ χρώμα» συνήθιζε να λέει ο Μπάρκουλης ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια, καθώς αναφερόταν στην επιμονή της μητέρας του να τον ντύνει με κοριτσίστικα ρούχα μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μόλις έξι μηνών αδελφής του. Αυτή ήταν μια λεπτομέρεια που ο ηθοποιός κρατούσε κρυφή τα χρόνια της μεγάλης του δόξας. Αλλωστε, ποιος θα τον πίστευε τότε; Είναι δυνατόν ο μεγαλύτερος γόης του ελληνικού σταρ σίστεμ της εποχής να μεγάλωσε σαν κοριτσάκι; Και ποιες οι αποστάσεις της μεγάλης οθόνης από την αληθινή ζωή;
Ετος 1952: Ο διάλογος ανάμεσα στον ανήλικο Ανδρέα και τον πατέρα του (σύμφωνα πάντα με τα λόγια του πρώτου) είναι σύντομος και συμβατός με τα ήθη της εποχής. «Είσαι στην ΣΤ’ Γυμνασίου, τι θα κάνεις στη ζωή σου;». «Ηθοποιός;» απαντά φοβισμένος, προσθέτοντας ένα ερωτηματικό στο τέλος ο 17χρονος. «Εγώ το παιδί μου δεν το κάνω π…η» απαντά ο πατέρας –και ακολούθως ο Ανδρέας αφήνει το σπίτι του αναζητώντας μια καριέρα. Εχει ανακαλύψει την αληθινή του κλίση και δεν δείχνει διατεθειμένος να συμβιβαστεί.
Οι σπουδές του στην υποκριτική αποδίδουν καρπούς: κάτι το αγέρωχο παρουσιαστικό του, κάτι το ερμηνευτικό φυσικό ταλέντο του, ο ηθοποιός κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο το 1955 έπειτα από παράκληση του δασκάλου του Δημήτρη Μυράτ.
Μεγάλος ρολίστας του «Φίνου» και του Κώστα Καραγιάννη, πότε δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη («Το δόλωμα»), πότε στη Ρένα Βλαχοπούλου («Μια τρελή τρελή σαραντάρα»), αλλά και εξαιρετικό αντίβαρο πλάι στον Λάμπρο Κωνσταντάρα και, κυρίως, τον Θανάση Βέγγο: μαζί έστησαν ένα δίδυμο που, στο «Σχολή για σοφερίνες» παρέπεμπε στους Τζέρι Λιούις και Ντιν Μάρτιν. Η ταινία βγάζει γέλιο ακόμα και σήμερα.
Αν ήταν νέος στη σημερινή εποχή, θα είχε σαρώσει με τον συνδυασμό ταλέντου και παθών. Γυναίκες, αλκοόλ, ουσίες, ό,τι πρέπει για έναν μεγάλο ηθοποιό. Οχι, όμως, στην Ελλάδα του ’60 και του ’70, που ήθελε «καλά παιδιά». Ο Μπάρκουλης, παρά το ότι λατρεύτηκε από όλες τις κοινωνικές (γυναικείες) τάξεις, ήταν ένας καθαρά λαϊκός καλλιτέχνης. Μπορεί να έμεινε στο Κολωνάκι, μπορεί να κυκλοφορούσε με σπορ αυτοκίνητα (όσο κυκλοφόρησε), αλλά έβρισκε τον εαυτό του στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι, όπου μεγάλωσε, στην οδό Λουκά Ράλλη. «Εμενα τότε, στον Πειραιά. Επρεπε λοιπόν με το αυτοκίνητο να κατέβω την οδό Τζαβέλλα για να πάω στον προορισμό μου, προς Αθήνα. Εκεί ήταν ένα γυμνάσιο θηλέων. Κάθε μέρα απέξω μαζεύονταν πολλά αγόρια, όλοι οι “γαμπροί” της περιοχής! Ε, κάποιος απ’ όλους αυτούς λοιπόν είχε την έμπνευση μια μέρα και φώναξε καθώς περνούσα, “Κορίτσια, ο Μπάρκουλης!” και από τότε το φώναζαν κάθε φορά που περνούσα με το αυτοκίνητο» εξομολογείται. Δεν το φώναζαν, όμως, μόνο εκεί. Εγινε σλόγκαν και το φώναζαν παντού. Κυρίως στα πάρτι, όταν έσβηναν τα φώτα στα «μπλουζ», όπως τότε αποκαλούσαν τα σλόου-χορευτικά τσικ-του-τσικ κομμάτια, όπου τα νεαρά ζευγάρια μπορούσαν να αγκαλιαστούν στο ημίφως.
Ο Μπάρκουλης έπαιξε σε πολλές ταινίες. Από καλές μέχρι λιγότερο καλές, όταν ήταν πια μεγάλος σε ηλικία, φορούσε ποστίς και είχε ήδη στο μητρώο του καταδίκες «διά χρήσιν ναρκωτικών», θητεία σε «ελληνικά» κέντρα των ΗΠΑ (ο Θεός να τα κάνει κέντρα, όπως ο ίδιος έχει πει) ως τραγουδιστής και «καταχρήσεις» ώς εκεί που δεν παίρνει. Κι όμως, προσπάθησε να γίνει «καλό παιδί». Μάλιστα παντρεύτηκε, μικρός σχετικά, τη μεγαλύτερή του ηθοποιό Αλέκα Στρατηγού, την αδελφή της οποίας είχε παντρευτεί ο Τόλης Βοσκόπουλος! Λάτρης του λαϊκού πενταγράμμου, αγάπησε και τη σπουδαία λαϊκή ερμηνεύτρια Καίτη Γκρέι. Εζησαν κιόλας μαζί έναν χρόνο και αποφάσισε να τη «ζητήσει» από την μαμά της την ώρα που εκείνη τηγάνιζε ψάρια. «Ο αρραβώνας μας αποτέλεσε μεγάλο γεγονός της εποχής… Μέχρι που οι επόμενες ασωτίες μου μας απομάκρυναν πλέον οριστικά. Πριν οριστικοποιηθεί αυτή μου η απόφαση, το “Ναι” της Καίτης και το διαζύγιό μου, με συνέλαβαν με την γνωστή κατηγορία του χασίς» αφηγείται. Βλέπετε, ως ζεν πρεμιέ και μάλιστα με… σλόγκαν, δεν μπορούσε να μην έχει και άλλες, πολλές, περιπέτειες.
Κατά τας γραφάς (και του ιδίου), από τη ζωή του πέρασαν η Τζένη Καρέζη και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Θυμόταν, μάλιστα, ότι στην ταινία «Ερωτας στους αμμόλοφους», η Αλίκη βρήκε την ευκαιρία (ποιος ξέρει τι της είχε κάνει) και του κοπάνησε ένα ηχηρότατο, φυσικό, χαστούκι, τόσο φυσικό, που έφυγε από το πλάνο! Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί για την Τζένη Καρέζη: «Το 1966 έπαιξα στην ταινία “Τζένη Τζένη”. Εκπληκτική επιτυχία, πάνω από 560.000 εισιτήρια κατά τις πρώτες προβολές της. Στην ταινία ερωτεύθηκα και ενώθηκα με την Τζένη στη σπηλιά του Μπεκίρη. Οταν έφυγε στη Γαλλία για σπουδές ηθοποιίας, απομακρυνθήκαμε».
Η φήμη του ως αριστερού, μαζί με τα στραβοπατήματά του, τον οδήγησαν στις ΗΠΑ. «Είχα πολλά χρωστούμενα ως αντιστασιακός. Πέραν τούτου η υπογραφή μου το 1971 για την αμνηστία των εξοριζομένων, κάτι τα γκομενικά που τα είχα κάνει μπάχαλο, μια που είχαν πάρει φόρα και με κάποιες απειθαρχίες μου στον Στρατό, την πάτησα. Μου την έστησαν. Βρέθηκε πάνω μου μικροποσότητα χασίς. Μια πρώην ιερόδουλος, η Ελένη, ομολόγησε εμπόριο ναρκωτικών, τους οδήγησε σε εμένα. Η Αστυνομία ήρθε στο θέατρο την ώρα που έμπαινα στο αυτοκίνητό μου, με συνέλαβαν. Βρήκαν πάνω μου δυο τσιγαριλίκια κι ένα μικρό κομμάτι χασίς στο καμαρίνι μου. Παρόλο που μετέπειτα η κοπέλα είπε πως εν αγνοία μου άφησε τα ναρκωτικά, δεν μέτρησε. Ημουν ο Μπάρκουλης, ήταν επιτυχία να με στήσουν στο εδώλιο. Ο επίλογος αυτής της ιστορίας ήταν πως προφυλακίστηκα στα κρατητήρια της Αίγινας, βγήκα με εγγύηση 50.000 δραχμών και στις 16 Απριλίου του 1974 έφυγα στο εξωτερικό», έχει εξομολογηθεί ο ίδιος.
Τουλάχιστον στο θέατρο πρόλαβε να δείξει μια βαθύτερη πτυχή του ταλέντου του. Στο «Ενα σταφύλι στον ήλιο» βάφεται Αφροαμερικανός για έναν ρόλο που είχε ερμηνεύσει στην οθόνη ο Σίντνεϊ Πουατιέ, έστησε θίασο με τη Μαίρη Χρονοπούλου (που εκείνα τα χρόνια ήταν –το μαντέψατε –ζευγάρι) αλλά και δίπλα στην Ξένια Καλογεροπούλου για τις ανάγκες του τσεχοφικού «Γλάρου», ενώ εμφανίστηκε και με τη Τζένη Καρέζη στο «Η κυρία εκυκλοφόρησε» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη που ανέβηκε στο θέατρο Κεντρικόν. Επέστρεψε το 1982, αλλά ήταν πολύ αργά για μια νέα καριέρα. Τα κορίτσια τού «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης» είχαν μεγαλώσει. Και το σταρ σίστεμ που είχε με κόπο στήσει ο υπέροχος Φίνος είχε κατεδαφιστεί πλήρως. Ευτυχώς, ήρθε ο Γιώργος Πανουσόπουλος με το εξαίσιο φιλμ «Μ’ αγαπάς;» το 1988. Εκεί, ένας λάτρης του γυναικείου φύλου (ο Ανδρέας Μπάρκουλης δηλαδή) προσπαθώντας να «πάρει μάτι» μια όμορφη γυναίκα που κάνει γυμνή ηλιοθεραπεία πέφτει από το μπαλκόνι και σκοτώνεται. Λίγο πριν πεθάνει, απ’ το μυαλό του περνούν όλες οι ερωτικές του αναμνήσεις –και μετά τον θάνατό του, ο άνθρωπος στον οποίο μεταμοσχεύθηκε η καρδιά συνεχίζει να βλέπει τις ίδιες εικόνες, για να ερωτευθεί τη χήρα του (Μπέττυ Λιβανού). Η ελληνική κριτική στάθηκε αυστηρή απέναντι στο φιλμ –που καλό θα ήταν να ξαναδούμε σήμερα, με άλλο βλέμμα. Ακολούθησαν εμφανίσεις σε τρεις τηλεοπτικές σειρές («Το μυστικό του Αρη Μπονσαλέντη» 1990, «Το γαλάζιο διαμάντι» 1991, «Αμαρτίες γονέων» 1993), ενώ η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στο «Αλέξανδρος και Αϊσέ» του Δημήτρη Κολλάτου, το 2002.
Η κηδεία του Ανδρέα Μπάρκουλη
θα γίνει την Πέμπτη στις 5.30 μ.μ. στο Κοιμητήριο της Μεταμόρφωσης (Κουκουβάουνες),
στη Λεωφόρο Δεκελείας