Οι ελλείψεις στα τεστ διάγνωσης του ιού HIV που προκαλεί το AIDS υπονομεύουν την παγκόσμια προσπάθεια διάγνωσης και θεραπείας των φορέων, προειδοποιούν επιστήμονες από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).

Αναλύοντας στοιχεία από τρία ετήσια ερωτηματολόγια που εστάλησαν σε 127 χώρες μεταξύ 2012 και 2014, οι ειδικοί του ΠΟΥ εντόπισαν τεράστιες διακυμάνσεις στην ικανότητα των κρατών να διαθέτουν τεστ ανίχνευσης του ιού.

Οι παρατηρούμενες αποκλίσεις είναι τέτοιες, ώστε μπορεί να οδηγήσουν σε αποτυχία τους στόχους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για το AIDS.

Σύμφωνα με αυτούς, έως το 2020 θα πρέπει το 90% των φορέων σε όλο τον κόσμο να ξέρουν ότι είναι μολυσμένοι με τον ιό, το 90% όσων έχουν διαγνωστεί με αυτόν να λαμβάνουν αντιρετροϊκή (ειδικά φάρμακα) θεραπεία και το 90% όσων κάνουν αντιρετροϊκή θεραπεία να έχουν πλήρη ιϊκή καταστολή (δηλαδή η θεραπεία να έχει επιτύχει).

Για να γίνουν όλ’ αυτά, το πρώτο βήμα είναι να υπάρχει σε όλα τα κράτη η δυνατότητα διενέργειας των ειδικών αιματολογικών εξετάσεων που ανιχνεύουν τον ιό HIV.

Όπως όμως γράφουν οι επιστήμονες του ΠΟΥ στην επιθεώρηση «PLoS Medicine», ορισμένες χαμηλού και μέσου εισοδήματος χώρες δεν πληρούν αυτή την προϋπόθεση. Στις χώρες αυτές συμπεριλαμβάνονται μερικές αφρικανικές στις οποίες η επίπτωση της HIV/AIDS λοίμωξης είναι πολύ υψηλή.

Ο ΠΟΥ εντόπισε ελλείψεις σε αντιδραστήριο, ύπαρξη εξοπλισμού ο οποίος είτε δεν έχει εγκατασταθεί είτε δεν συντηρείται σωστά ή δεν επισκευάζεται, και ανεπαρκή ή ανύπαρκτη εκπαίδευση του προσωπικού στη διενέργεια των εξετάσεων.

Αυτά έχουν ως συνέπεια όχι μόνο να υποδιαγιγνώσκεται η HIV/AIDS λοίμωξη, αλλά και να μην μπορούν να παρακολουθούνται σωστά όσοι φορείς λαμβάνουν αντιρετροϊκή θεραπεία, με επακόλουθο να μην ξέρει κανείς αν αυτή αποδίδει ή πρέπει να βελτιωθεί.