Οι διαταραχές ύπνου μπορεί να αυξάνουν τις πιθανότητες εγκεφαλικού επεισοδίου και να επηρεάσουν αρνητικά την ανάρρωση από αυτό, αναφέρουν γερμανοί επιστήμονες.

Με βάση τα ευρήματα ανάλυσης που πραγματοποίησαν, συνιστούν να εξετάζονται για διαταραχές ύπνου οι ασθενείς με ιστορικό εγκεφαλικού επεισοδίου, ακόμα κι αν ήταν παροδικό (ή μίνι εγκεφαλικό), ούτως ώστε να υποβάλλονται εγκαίρως στην ενδεδειγμένη θεραπεία.

Οπως εξηγούν στην επιθεώρηση «Neurology», την οποία εκδίδει η Αμερικανική Ακαδημία Νευρολογίας, εξέτασαν δεκάδες μελέτες για το θέμα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πάρα πολλοί ασθενείς με ιστορικό μικρού ή μεγάλου εγκεφαλικού βασανίζονται από προβλήματα ύπνου.

«Παρότι η συχνότητα των διαταραχών ύπνου στα άτομα με εγκεφαλικό είναι ιδιαίτερα αυξημένη, πολύ λίγοι ασθενείς ελέγχονται γι’ αυτές» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ντιρκ Μ. Χέρμαν, καθηγητής Αγγειακής Νευρολογίας και Ανοιας στο Πανεπιστήμιο του Εσεν στη Γερμανία. «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι αυτό πρέπει να αλλάξει, διότι οι πάσχοντες από διαταραχές ύπνου έχουν αυξημένες πιθανότητες νέου εγκεφαλικού ή άλλων αρνητικών εκβάσεων σε σύγκριση με τους ασθενείς δίχως προβλήματα ύπνου».

Οι διαταραχές ύπνου στους ασθενείς με εγκεφαλικά επεισόδια άλλοτε σχετίζονται με την αναπνοή (λ.χ. υπνική άπνοια) και άλλοτε με τη διάρκεια ή την ποιότητα του ύπνου (λ.χ. αϋπνία, σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, υπερυπνία), γράφουν οι ερευνητές.

Οι συχνότερες είναι αυτές που σχετίζονται με την αναπνοή (προσβάλλουν περισσότερους από τους μισούς ασθενείς), γράφουν.

Από αυτές τις διαταραχές, η αποφρακτική υπνική άπνοια πρέπει να αντιμετωπίζεται με συσκευές θετικής πίεσης αέρα, «διότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις που υποστηρίζουν τη θετική έκβαση των ασθενών με εγκεφαλικό».

Ωστόσο, τα στοιχεία για διάφορες φαρμακευτικές παρεμβάσεις στα άλλα είδη διαταραχών ύπνου (αϋπνία, υπερυπνία, σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, παραϋπνίες) είναι λιγότερο ισχυρά και γι’ αυτό τα φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή, συνιστούν.