Ο σερ Νόελ Κάουαρντ (1899-1973) ήταν ένας πολυσύνθετος καλλιτέχνης που είχε χαρακτηριστεί ως ο πρώτος βρετανός αστέρας της ποπ.

Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός μόλις στα δέκα του χρόνια και εν συνεχεία ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεατρικών έργων, τη σκηνοθεσία στο θέατρο και στον κινηματογράφο, το τραγούδι αλλά και τη ζωγραφική.

Με τους δημοσιογράφους δεν τα πήγαινε ιδιαίτερα καλά. Συνήθιζε δε να λέει πως λατρεύει την κριτική τους στον βαθμό που είναι ένας απροκάλυπτος έπαινος.

Δεν ήταν ο πρώτος και φυσικά ούτε ο τελευταίος που λούστηκε με τα νάματα της διασημότητας αρνούμενος συνάμα να αποδεχθεί τις επιπτώσεις από τον επικοινωνιακό απόηχο.

Το πέρασμα από την αφάνεια στην αναγνωρισιμότητα μοιάζει με πέταγμα στον ήλιο με κέρινα φτερά.

Ο ενθουσιασμός και η επίπλαστη δύναμη που προκαλεί η θέα από ψηλά παρασύρουν τους πρωταγωνιστές σε μια ψευδαίσθηση.

Κι όταν το κερί αρχίζει να λιώνει πέφτει στις σάρκες τους καυτό, ξυπνώντας τους από τον λήθαργο της επιτυχίας. Η συνειδητοποίηση του κινδύνου βγάζει στην επιφάνεια τη μοχθηρία τους και τους μετατρέπει σε φίδια που στάζουν δηλητήριο.

Τότε είναι η στιγμή που επιλέγουν τους κήρυκές τους για να υπερασπιστούν την πλαναισθησία της ανυπαρξίας τους η οποία έχει μετατρέψει μια κοινωνία έρμαιο των ορέξεων κάθε κρανίου κενότητας.

Κι όταν η αιωρούμενη φρεναπάτη θρυμματίζεται στην πραγματικότητα γίνεται ορατή η ημερομηνία λήξης της δύναμής τους.

Οι σκιές που τους ακολουθούν, σκιές των λαθών τους που κρύβονταν όσο ο ήλιος ήταν ψηλά, όσο τους προσκυνούσαν οι πιστοί, αρχίζουν να μεγαλώνουν όταν πέφτει το σούρουπο.

Και γίνονται θεριά, λες και το κάνουν επίτηδες για να μην ξεχνιούνται οι αμαρτίες.