Ηταν ένα ανοιξιάτικο απομεσήμερο του 1992 όταν ο Απόστολος Ευαγγελίου εισέβαλε σε μια δικαστική διάσκεψη στην Ευελπίδων που έκρινε υπόθεση παλαίμαχου δημοσιογράφου. Η δίκη που είχε προηγηθεί αφορούσε, στην ουσία της, τον τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλη Κόκκινο –και η ασυνήθιστη εισβολή προκάλεσε παρενέργειες. Ο Ευαγγελίου δεν είχε χαθεί, λοξοδρομώντας στα κτίρια του Πρωτοδικείου, ούτε ήταν τυχαίο πρόσωπο στο δικαστικό οργανόγραμμα: υπό την ιδιότητα του γενικού διευθυντή στον Αρειο Πάγο, καταγραφόταν σχεδόν από όλους ως «δεξί χέρι» της τότε ηγεσίας. Η φημολογία της εποχής έφερε τον Ευαγγελίου να εμφανίζεται και σε σύσκεψη των δικαστών στην υπόθεση των ΔΕΚΟ, ενώ ο σάλος που ακολούθησε άνοιξε μια πολύμηνη συζήτηση για την εσωτερική αυτονομία των δικαστικών λειτουργών, η οποία οδήγησε δύο χρόνια αργότερα στη θέσπιση του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων.

Την εισβολή του ’92 θυμήθηκαν αρκετοί δικαστές και νομικοί όταν έγινε γνωστή η εμφάνιση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στη σύσκεψη ελλήνων και κυπρίων εισαγγελέων που χειρίζονταν τον φάκελο της Μαρφίν. Το άλλοθι ήταν ότι η παρεμβολή δεν έγινε από έναν πρώην εισαγγελέα, αλλά από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, εντός έδρας –συνεπώς ήταν διοικητικής φύσεως και αποσκοπούσε να λειτουργήσει ως εχέγγυο ότι δεν θα υπάρξουν προσκόμματα στη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής. Στους συμμετέχοντες αυτό που έμεινε ήταν το άμεσο υπουργικό ενδιαφέρον για την υπόθεση –συνακόλουθα, το κυβερνητικό ενδιαφέρον.

ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΗΣ. Δεν ήταν η πρώτη ένδειξη ότι ο Παπαγγελόπουλος αποτελεί τον ισχυρό βραχίονα της κυβέρνησης Τσίπρα στη διαχρονική διαπάλη εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Ούτε, βεβαίως, και η τελευταία. Η παρέμβασή του στην υπόθεση Γεωργίου/ΕΛΣΤΑΤ και η επίπληξη της Κομισιόν αναδεικνύουν έναν κεντρικό ρόλο του Παπαγγελόπουλου στον κυβερνητικό σχεδιασμό, ο οποίος κάθε άλλο παρά έχει αποδυναμωθεί από την υπερέκθεσή του. Αντιθέτως, πηγές που παρακολουθούν εκ των έσω τις νέες ισορροπίες στο δίπολο κυβέρνησης – Δικαιοσύνης, εμφανίζονται πεπεισμένες ότι ο, καραμανλικής κοπής, αναπληρωτής υπουργός έχει ρόλο καθοδηγητή στην προσπάθεια συμπόρευσης της δικαστικής εξουσίας με το κυβερνητικό πλάνο.

Οι κινήσεις, ενέργειες και αποφάσεις που προέρχονται από το δικαστικό στερέωμα και σηματοδοτούν μια συμπόρευση είναι πλέον αρκετές –επιτρέποντας σε ένα βαθμό στην κυβέρνηση να προχωρεί τον σχεδιασμό της, απαλλαγμένη από μια δικαστική πίεση. Δεν είναι προνόμιο κάθε κυβέρνησης. Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, για παράδειγμα, ιδίως στην ύστερη φάση της, είχε δεινοπαθήσει από τις αλλεπάλληλες προκαταρκτικές εισαγγελικές έρευνες που είχαν ως αφορμή ακόμη και σχόλια περιθωριακών εντύπων. Το γεγονός ότι για πολλές από εκείνες τις έρευνες η παραγγελία ξεκινούσε από τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, εξηγεί μια μεταστροφή της εικόνας στους κυβερνητικούς μήνες του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην παρούσα φάση δεν καταγράφεται ανάλογη αντίδραση –τα ανακλαστικά δείχνουν εξαιρετικά αργά για ζητήματα που θα μπορούσαν να προβληματίσουν το κυβερνητικό σύστημα. Κομματικοί παράγοντες στέκονται ιδιαίτερα στις φρέσκες καταγγελίες του Πάνου Καμμένου κατά του υποψήφιου καναλάρχη Χρήστου Καλογρίτσα. Σε άλλες εποχές, η στοχοποίηση ενός επιχειρηματία από έναν υπουργό για διασύνδεση με μαύρο χρήμα και εκβιαστικές μεθόδους θα είχε ήδη ενεργοποιήσει το εισαγγελικό δίκτυο. Σήμερα τα δεδομένα προφανώς είναι διαφορετικά.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ. Πίσω από τη στενή –αν και παράδοξη –διασύνδεση του Αλέξη Τσίπρα με τον Παπαγγελόπουλο, οι ίδιες πηγές διαβλέπουν έναν ευρύτερο σχεδιασμό που άρχισε να μπαίνει στις ράγες πριν από την αναρρίχηση στους κυβερνητικούς θώκους. Κατά τη δική τους θεώρηση, οργανωμένοι θύλακοι του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της Δικαιοσύνης δεν υπήρχαν –συνεπώς η Κουμουνδούρου θα έπρεπε να επενδύσει στις συντηρητικές δικαστικές δομές εάν ήθελε τουλάχιστον να αποφύγει δικαστικούς αιφνιδιασμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Παπαγγελόπουλος ήταν ένα κατάλληλο πρόσωπο που έπρεπε να θωρακιστεί και με την υπουργική ιδιότητα, ώστε να κινείται με την ίδια ευελιξία στο προσκήνιο και το παρασκήνιο.

Ο πρωτόγνωρος εμφύλιος που έχει προκαλέσει η νέα κατάσταση στην κοινότητα των δικαστικών λειτουργών δεν φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα την κυβέρνηση. Αντιθέτως, με θεσμικού χαρακτήρα εντολές και τροπολογίες που προκαλούν ανακατατάξεις στο δικαστικό σώμα, φροντίζει να επιτείνει και σε ένα βαθμό να εκμεταλλεύεται την αναταραχή. Η πρόσφατη ρύθμιση που επιτρέπει την επανεκλογή των νυν διοικούντων σε πρωτοδικεία, εφετεία και μεγάλες εισαγγελικές έδρες, δικαστικές πηγές προεξοφλούν ότι εξυπηρετεί καταστάσεις, όπως επίσης και οι πρόσθετοι όροι που μπλοκάρουν αυτή τη δυνατότητα.

ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΟ… Το μεγαλύτερο όπλο που έχει επιστρατευθεί, ωστόσο, για την αποτροπή πιέσεων από ένα δικαστικό μέτωπο, είναι η νέα φάμπρικα του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών, τον οποίο μπορεί πλέον να απαιτήσει και η ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Είναι ένα από τα προνόμια που απέκτησε στην εποχή ΣΥΡΙΖΑ η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου –και δείχνει ικανό να σφίξει τα λουριά απρόθυμων δικαστικών λειτουργών. Ηδη, σε τέσσερις περιπτώσεις (Γεωργία Τσατάνη, Ισίδωρος Ντογιάκος, Γιώργος Γεράκης, Αθηνά Θεοδωροπούλου) η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου ενεργοποιήθηκε ως απάντηση σε ενέργειες που δεν προκαλούσαν την κυβερνητική ευαρέσκεια.

Η περίπτωση Ντογιάκου, μάλιστα, έχει διπλό ενδιαφέρον στην παρούσα περίοδο, αφού η πειθαρχική δίωξή του συντρέχει με τις επικείμενες εκλογές για το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων. Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά με την ποινή της επίπληξης επειδή επέκρινε για «αντιθεσμική παρέμβαση» την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, αλλά ασκήθηκε έφεση από το υπουργείο Δικαιοσύνης με προφανή στόχο μια αυστηρότερη ποινή. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την επανεκλογή των νυν προϊσταμένων απαγορεύει την υποψηφιότητα όσων έχουν πειθαρχική ποινή μεγαλύτερη της επίπληξης. Συνεπώς, ο Ντογιάκος μπορεί στις εκλογές της 17ης Σεπτεμβρίου να διεκδικήσει την παραμονή του στη νευραλγική θέση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών –εκτός κι αν το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο που προγραμματίστηκε να συγκληθεί τρεις ημέρες νωρίτερα, αποφασίσει διαφορετικά.

ΕΠΟΧΗ… ΚΟΚΚΙΝΟΥ. Οι μεγάλες βουτιές στη δικαστική επετηρίδα, που επίσης δημιουργούν εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις στη δικαιοσύνη, ανάλογες με εκείνες της εποχής του Βασίλη Κόκκινου, αποτελούν ακόμη ένα κυβερνητικό δείγμα γραφής που ανατρέπει τις ισορροπίες στο δικαστικό σύστημα, ενώ η παρέμβαση του Αρείου Πάγου σε διάφορες υποθέσεις –μέσω της αναιρετικής διαδικασίας –έχει αρχίσει πλέον να αντιμετωπίζεται με περίσκεψη από πολλούς εκπροσώπους του νομικού κόσμου. Στην περίπτωση του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, μάλιστα, οι παρενέργειες δοκιμάζουν πλέον και την ελληνική αξιοπιστία απέναντι στην Κομισιόν, ανοίγοντας ζητήματα που η κυβέρνηση θα ήθελε μάλλον να αποφύγει.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανοίξει μια υπόθεση θεωρητικώς ξεχασμένη, πολιτικά δείχνει ως «αστοχία υλικού» –κι αυτό ίσως εξηγεί την παρέμβαση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, ο οποίος φαίνεται να αναλαμβάνει και το πολιτικό βάρος των εξελίξεων, επιδιώκοντας παράλληλα να επικυρώσει τη δικαστική κίνηση. Ο αρχικός στόχος, ωστόσο, ίσως ήταν διαφορετικός, αφού η δίωξη ευνοεί και το σχέδιο της «καραμανλικής δικαίωσης», και να μην είχε προβλεφθεί η οξεία αντίδραση της Κομισιόν. Με το δικαστικό βούλευμα που αναιρέθηκε, ο Γεωργίου ήταν αντιμέτωπος με την πλημμεληματική κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, ενώ πλέον στο κατηγορητήριο ήρθε να προστεθεί και η ψευδής βεβαίωση, σε βαθμό κακουργήματος. Η αναίρεση είχε ασκηθεί από τη νυν εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, πριν από την προαγωγή της από το Υπουργικό Συμβούλιο στην κορυφή της εισαγγελικής πυραμίδας.