Η φωτογραφία του μετατράπηκε μέσα σ’ ένα βράδυ σε σύμβολο των διαδηλώσεων εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και συνέβαλε στην ιστορική μεταστροφή της κοινής γνώμης τόσο ώστε να ειπωθεί το περίφημο «ο πόλεμος δεν χάθηκε στις ζούγκλες του Βιετνάμ, αλλά στο προαύλιο των αμερικανικών πανεπιστημίων».

Τραβήχτηκε το 1967 στην Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια μιας αντιπολεμικής συγκέντρωσης και πρωταγωνίστριά της ήταν η Τζαν Ρόουζ Κασμίρ, μια νεαρή που αντέτεινε ένα λουλούδι στις κάννες των όπλων που κρατούσαν οι άνδρες της Εθνοφυλακής μπροστά στο Πεντάγωνο.

Ο άνθρωπος που απαθανάτισε το ιστορικό πλέον στιγμιότυπο («Το κορίτσι με το λουλούδι», όπως έχει μείνει γνωστό), ο γάλλος φωτογράφος Μαρκ Ριμπού, πέθανε την Τρίτη στο Παρίσι, σε ηλικία 93 ετών νικημένος από το Αλτσχάιμερ.

Στη διάρκεια της 60χρονης καριέρας του ο μετρ της ασπρόμαυρης φωτογραφίας βρέθηκε σε πολλές εστίες συγκρούσεων – Μπανγκλαντές, Καμπότζη, Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία, Πακιστάν, Θιβέτ και Τουρκία. Ομως ελάχιστες από τις φωτογραφίες του αποτύπωναν τις κινήσεις ιστορικών προσώπων. Δεν είναι τυχαίο πως οι δύο πιο σημαντικές εικόνες στο πορτφόλιό του, που αμφότερες δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Life» μετέφεραν τη δράση καθημερινών ανθρώπων. Η μία ήταν η κοπέλα με το λουλούδι και η δεύτερη ένας εργάτης που με τη βούρτσα στα χέρια ισορροπεί σαν να χορεύει στις δοκούς του Πύργου του Αϊφελ το 1953.

Ο Ριμπού είχε πάντα πάθος με τα ανώνυμα πρόσωπα. Οπως έγραψε το 2000 σ’ ένα κείμενό του με τίτλο «Απολαύσεις του ματιού», «ήμουν πάντα περισσότερο ευαίσθητος με την ομορφιά του κόσμου παρά με τη βία και τα τέρατα. Η εμμονή μου να φωτογραφίζω τη ζωή στις πιο έντονες στιγμές της, είναι μια μανία, ένας ιός τόσο ισχυρός όσο το ένστικτό μου για ελευθερία».

Γεννημένος στις 24 Ιουνίου 1923 στην πόλη Σεν Ζενί Λαβάλ, κοντά στη Λυών, ήταν το πέμπτο και πιο ντροπαλό από τα επτά παιδιά της μπουρζουά οικογένειας Ριμπού, όπως είχε παραδεχθεί ο ίδιος. Τον σπόρο της φωτογραφίας φύτεψε μέσα του ο πατέρας του που ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος όταν κατά την εφηβεία του τού χάρισε μια μηχανή τσέπης Kodak.

Τράβηξε τις πρώτες λήψεις το 1937 στην Εκθεση του Παρισιού αλλά χρειάστηκε να περιμένει αρκετά χρόνια μέχρι να κάνει το πάθος του επάγγελμα. Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μέλος της γαλλικής Αντίστασης, ενώ μετά την απελευθέρωση γράφτηκε στο Ecole Centrale της Λυών για να σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός. Η αποφοίτησή του το 1948 συνοδεύθηκε από την πρόσληψή του σε εργοστάσιο της γειτονικής πόλης Βιλερμπάν, όπου όμως δεν στέριωσε.

Η άδεια μιας εβδομάδας που πήρε το 1951 από το εργοστάσιο για τραβήξει φωτογραφίες σε πολιτιστικό φεστιβάλ της Λυών έμελλε να κρατήσει για έξι δεκαετίες, καθώς τότε ο Μαρκ Ριμπού αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα freelance φωτορεπόρτερ. Ετσι, μετακόμισε στο Παρίσι όπου γνώρισε τον μετέπειτα μέντορά του Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν.

Ο «πρύτανης» της φωτογραφίας –ή «σωτήριος τύραννος» όπως τον αποκαλούσε ο Ριμπού –βοήθησε τον εκκολαπτόμενο φωτογράφο να γίνει μέλος του πρακτορείου Magnum το 1953, σε μια εποχή που αυτό δεν είχε καλά καλά στήσει τη διαδικασία ένταξης νέων φωτογράφων. Η συνεργασία των δύο πλευρών διήρκεσε μέχρι το 1979 οπότε ο Ριμπού αποφάσισε να ακολουθήσει αυτόνομη διαδρομή, αφού «δεν μου αρέσει πια ο ανταγωνισμός για τη δόξα» όπως είχε πει.

Το 1955 οδηγώντας ένα ειδικά εξοπλισμένο τζιπ πήγε από το Παρίσι στην Καλκούτα όπου έμεινε έναν χρόνο πριν αποφασίσει να φύγει για πιο ανατολικά, φτάνοντας τελικά στην Κίνα. Εκεί έγινε ένας από τους πρώτους Δυτικούς που φωτογράφισαν στο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας και αργότερα συνέχισε την παράδοση με τις αριστερές κυβερνήσεις, μένοντας τρεις μήνες στη Σοβιετική Ενωση.

Πόλεμοι. Τη δεκαετία του 1960 κάλυψε φωτογραφικά τους αντιαποικιοκρατικούς πολέμους στην Αλγερία και στην Υποσαχάρια Αφρική αλλά και τον εμφύλιο ανάμεσα στο Νότιο και το Βόρειο Βιετνάμ ως ένας από τους ελάχιστους φωτογράφους στους οποίους επετράπη η είσοδος στη χώρα. Τα επόμενα χρόνια, εκτός από τις τακτικές επισκέψεις του στις ανατολικές χώρες και κυρίως στην Κίνα, κατέγραψε μεταξύ άλλων την επιστροφή του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ στο Ιράν, το κίνημα της Αλληλεγγύης στην Πολωνία, τη δίκη του αρχηγού της Γκεστάπο στη Λυών Κλάους Μπάρμπι, την πτώση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, μέχρι και την πρώτη προεκλογική εκστρατεία του Μπαράκ Ομπάμα για τον Λευκό Οίκο.
Οι φωτογραφίες του δημοσιεύθηκαν σε μερικά από τα πιο διάσημα περιοδικά όπως το «Paris Match» και «Le Nouvel Observateur», ενώ αρκετά μουσεία από το Παρίσι μέχρι το Λονδίνο, το Μπιλμπάο και το Χονγκ Κονγκ φιλοξένησαν έργα του σε σημαντικές εκθέσεις. Για το ταλέντο του, του έχουν απονεμηθεί περισσότερα από δέκα βραβεία και διεθνείς διακρίσεις δίνοντάς του κουράγιο να στέκεται πίσω από το σκόπευτρο.

Ετσι, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια η ημέρα του άρχιζε απαραίτητα με την τοποθέτηση του φιλμ στην Canon EOS 300 μηχανή του και ένα φιλί στη δεύτερη σύζυγό του Κατρίν Σεν, δημοσιογράφο και συγγραφέα, με την οποία απέκτησε την κόρη του Κλεμένς και τον γιο του Τεό. Πριν από την Κατρίν, η γυναίκα της ζωής του από το 1961 έως τα μέσα του 1980 ήταν η αμερικανίδα γλύπτρια, ποιήτρια και συγγραφέας Μπάρμπαρα Τσέις που του χάρισε δύο γιους, τους Αλεξέι και Νταβίντ.