Δεν πρέπει να έχει ξανασυμβεί: προσφέρουν σε κάποιον 13 δισεκατομμύρια ευρώ κι εκείνος αρνείται να τα πάρει. Συνέβη με την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, η οποία θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να καταβληθεί από την Apple στο Δουβλίνο το ποσό αυτό (συν τους τόκους) για φόρους που δεν πληρώθηκαν την περίοδο 2003-2014. Το σκεπτικό της είναι απλό: αν δεχθούμε την απόφαση της επιτρόπου Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ, παύουμε να αποτελούμε τον φορολογικό Παράδεισο της Ευρώπης. Σκοτώνουμε δηλαδή τη χήνα που κάνει τα χρυσά αβγά.

Κόρη ενός ζευγαριού δανών παστόρων που είχαν τη δικαιοσύνη πολύ ψηλά στην αξιακή τους κλίμακα και πρώην υπουργός Οικονομικών της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Χέλε Θόρνινγκ-Σμιτ, η Βεστάγκερ αποδεικνύει με την ιστορική της απόφαση ότι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής δεν αποτελεί ουτοπία. Και ότι οι «Ευρωκράτες» των Βρυξελλών δεν είναι πάντα τα άχρωμα, άοσμα και άτολμα όντα που έχουμε στο μυαλό μας. Η Ιρλανδία, έγραψε ο Φίνταν Ο’Τουλ στους «Irish Times», βρίσκεται σήμερα ενώπιον ενός σοβαρού διλήμματος: ή θα συνεχίσει να αποτελεί το συνεταιράκι των πολυεθνικών, έχοντας τη σημαία της μπηγμένη στο παρελθόν, ή θα ενταχθεί σε μια παγκόσμια τάξη όπου αυτές οι πολυεθνικές έχουν ευθύνες, μεταξύ των οποίων και την υποχρέωση να πληρώνουν τους φόρους τους.

Ανάλογου χαρακτήρα, αλλά διαφορετικού φυσικά περιεχομένου, είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ: ή θα συνεχίσει να παίζει το χαρτί του αντάρτη που ετοιμάζει την παγκόσμια επανάσταση, με τη βοήθεια κατά περίπτωση της Βενεζουέλας, των Ρώσων, του Podemos και του Μελανσόν, ή θα αποφασίσει ότι είναι μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και θα σεβαστεί τους κανόνες της. Οι ωμές παρεμβάσεις στον χώρο της Δικαιοσύνης, ο χειρισμός της υπόθεσης Γεωργίου και ο σκανδαλώδης τρόπος με τον οποίο αποφασίστηκε η χορήγηση τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών δείχνουν προς τη μία κατεύθυνση. Οι αγκαλιές με τον Ολάντ και τα φλερτ με τη Μέρκελ, προς την άλλη.

Με τον Μαδούρο ή με τη Βεστάγκερ; Και με τους δύο, αναφωνεί η κυβέρνησή μας. Γιατί στη χώρα αυτή, εκτός από την κοινή λογική, έχουν καταργηθεί και τα διλήμματα.