Ενας συνταξιούχος δάσκαλος με ρώτησε χθες στο τηλέφωνο:

– Γιατί να είναι υπέρ της αριστείας ο Φίλης; Υπήρχε ποτέ περίπτωση σε καθεστώς αριστείας να είναι ο ίδιος υπουργός;

Ομολογώ ότι δεν βρήκα αντίλογο. Ακόμη περισσότερο που ο συλλογισμός δεν αφορά μόνο τον Φίλη. Αφορά το σύνολο της κυβέρνησης.

Από το 1989 που λειτούργησε η ιδιωτική τηλεόραση έχουν γίνει 11 βουλευτικές εκλογές, έχουν εκλεγεί δύο, δυόμισι χιλιάδες διαφορετικοί βουλευτές, έχουν ορκιστεί 11 πρωθυπουργοί και έχουν συγκροτηθεί 14 κυβερνήσεις κάθε σύνθεσης και απόχρωσης. Σε συνθήκες απόλυτης δημοκρατίας.

Είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να περίμεναν τον Παππά για να επιβάλει τον νόμο και την τάξη στην τηλεόραση;

Απλώς ο ΠαπΠάς ξέρει πως αν δεν ελέγξει την ενημέρωση αποκλείεται να είναι ξανά υπουργός.

Νομίζω ότι αυτός είναι ο πυρήνας της γενικότερης φιλοσοφίας των κυβερνώντων.

Διότι είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι σήμερα μάς κυβερνούν άνθρωποι οι οποίοι (δικαίως ή αδίκως) αισθάνονταν στην «απέξω» επί δεκαετίες.

Στο μυαλό τους λοιπόν κατασκεύασαν την αναδρομική δικαίωση αυτής της ανυπαρξίας. Φταίει ένα σύστημα το οποίο τούς απέκλειε από τη νομή των πραγμάτων όχι από δική τους υπαιτιότητα ή ανεπάρκεια αλλά επειδή το σύστημα ήταν βρώμικο.

Κατασκεύασαν μια ιδεοληπτική καρικατούρα σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες μοίραζαν «θαλασσοδάνεια», οι ολυμπιονίκες νικούσαν ντοπαρισμένοι, τα μέσα ενημέρωσης ζούσαν διαπλεκόμενα, οι επιχειρηματίες ήταν διεφθαρμένοι, οι νοικοκύρηδες φοροφυγάδες, οι δημοσιογράφοι «αλήτες, ρουφιάνοι» και οι πολιτικοί τα έπαιρναν.

Η επιτυχία ήταν αδικία, η καριέρα χολέρα και η απαξία τεκμήριο καθαρότητας.

Μπορεί το άθλιο αυτό σύστημα να οδήγησε την Ελλάδα στην Ευρώπη, να την κατέταξε στις είκοσι πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, να διαμόρφωσε μια δημοκρατία αδιαμφισβήτητων προδιαγραφών, να της έδωσε το ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου, να την ανέβασε πεντέξι κατηγορίες στην παγκόσμια οικονομία και στη διεθνή σκηνή, να την κατέστησε πιο αναπτυγμένη χώρα της γειτονιάς κι επίζηλο προορισμό αλλά (όπως έγραψε κι η «Αυγή») η ισχυρότερη Ελλάδα της σύγχρονης Ιστορίας δεν ήταν παρά ένα «χυδαίο ιδεολόγημα».

Ξέρετε γιατί; Επειδή σε αυτή την εθνική εποποιία (πραγματική εποποιία, με όσα λάθη ή παραλείψεις περιείχε…) οι σημερινοί κυβερνητικοί δεν μετείχαν ούτε κατ’ ελάχιστο στο μέτρο των ανυπολόγιστων ικανοτήτων και των αδιαφιλονίκητων πεποιθήσεων που αναγνωρίζουν στον εαυτό τους.

Απρόσμενα προϊόντα μιας συγκυρίας που κατέβασε δραματικά τον πήχη, ζουν με τον φόβο ότι η συγκυρία θα παρέλθει και θα επιστρέψουν στην πρότερη ανυπαρξία τους.

Γι’ αυτό προσπαθούν να ξαναγράψουν το παρελθόν και να ελέγξουν το παρόν –μήπως και αποκτήσουν πρόσβαση στο μέλλον…