Μας έχουν αφανίσει οι ληστές, προφήτη!.. Μας παίρνουν τις σοδειές, μας κλέβουν τα ζώα, μας αρπάζουν το βιος!.. Δουλεύουμε πια μόνο γι’ αυτούς!.. Δεν αντέχουμε άλλο!

–Ας μην τους ψηφίζατε.

Ο παραπάνω διάλογος διεξάγεται, σε πρόσφατο σκίτσο του Αρκά, ανάμεσα σε έναν σοφό προφήτη και σε έναν εκπρόσωπο του λαού. Είναι προφανές πού παραπέμπει. Δεν είναι το μόνο. Ανάλογες αιχμές διατυπώνει συνεχώς τον τελευταίο καιρό. Πώς τολμάει, όμως, ένας γελοιογράφος που τον είχαμε μάθει να σατιρίζει την ανθρώπινη κατάσταση να μετατρέπεται σε πολιτικό γελοιογράφο; Πώς τολμάει να επινοεί έναν γκουρού εκπρόσωπο της διαμαρτυρίας εναντίον μιας αριστερής κυβέρνησης εκείνος που όλη του τη ζωή λατρεύτηκε από τον ιδεολογικό χώρο που στήριξε τη βασική συνιστώσα αυτής της κυβέρνησης; Μήπως είναι ιδεολογικός αποστάτης; Μήπως είναι ταξικός εχθρός; Μήπως πρέπει κάποιοι να του το πουν για να το καταλάβει;

Κάπως έτσι πρέπει να σκέπτονται στα κοινωνικά δίκτυα οι φανατικοί της κυβέρνησης και τα συχνά έμμισθα τρολ. Γι’ αυτό συμπεριέλαβαν στους γελοιογράφους που κατατάσσουν στους «εχθρούς του λαού» και τον Αρκά. Αλλωστε, μιλά καλά γι’ αυτόν ο Σταύρος Θεοδωράκης ενώ βινιέτες του δείχνει στη Βουλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ουαί τοις επιτυχημένοις.

Οι πρόσφατες επιθέσεις είναι ο τελευταίος γύρος. Επειδή η ενόχληση χρονολογείται από πέρυσι το καλοκαίρι, όταν ο Αρκάς διείδε πού πάει η χώρα, την εποχή τής υποτίθεται σκληρής διαπραγμάτευσης, και άρχισε να δημοσιεύσει πολιτικά σχόλια –ένα πολύ δημοφιλές εκείνη την περίοδο περιείχε την εξής ατάκα: «Εχω εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Είναι άνθρωποι που πατάνε γερά στον αέρα». Οταν μάλιστα τα σχόλια αυτού του τύπου άρχισαν να δημοσιεύονται στην επίσημη σελίδα του Αρκά στο facebook, οι αντιδράσεις εναντίον του πήραν διάσταση κατακλυσμού. Η βασική κατηγορία ήταν ότι «τα παίρνει χοντρά», ότι εξαγοράστηκε «από τις συστημικές δυνάμεις», ότι «ξεπουλήθηκε» κι ότι «έγινε αντιδραστικός».

Στην εμφυλιοπολεμική επίθεση εναντίον του, ο Αρκάς έμεινε ψύχραιμος. Εκλεισε για λίγο τη σελίδα του, αλλά την ξανάνοιξε σχεδόν αμέσως και επανήλθε δριμύτερος. «Σ’ αυτή τη χώρα έχει γίνει πολύ επικίνδυνο να είσαι με τους άλλους… Οποιοι κι αν είναι αυτοί», έτσι σχολίασε την έλλειψη ανοχής στην κριτική. Κατακτώντας οριστικά τη μόνιμη στάμπα του αποστάτη από τους φανατικούς αριστερούς που πάλεψαν για τον «ψυχρό εμφύλιο», που συμπυκνωνόταν στο σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί».

Ο Αρκάς είναι γέννημα θρέμμα των δημιουργικών ανησυχιών της δεκαετίας του 1980. Πρωτοδημοσίευσε κόμικ, με τη μορφή του στριπ, μιας αυτόνομης ιστορίας δηλαδή με ξεχωριστούς χαρακτήρες που ολοκληρώνεται το πολύ σε τρία καρέ και με ένα κωμικό γκαγκ, ένα ιδίωμα που το έχουν χρησιμοποιήσει πολλοί καλλιτέχνες των κόμικς και της γελοιογραφίας παγκοσμίως. Βινιέτα τη βινιέτα, ωστόσο, δημιουργεί, χτίζει και εξελίσσει χαρακτήρες και τις σχέσεις τους, που παραπέμπουν σε χαρακτήρες γύρω μας και στα προβλήματα της κοινωνίας μας.

Ο Αρκάς ως «καλοτεχνίτης» ασχολούνταν συστηματικά με τα κόμικς. Μια φορά, μάλιστα, πήρε μέρος και σε μια καλλιτεχνική διαμάχη: επέκρινε, με το όνομά του, Α.Ε. (δεν έχει νόημα να το αποκαλύψουμε αφού ο ίδιος το κρύβει), τον Δημήτρη Παπαϊωάννου (ναι, τον διάσημο χορογράφο των Ολυμπιακών του 2004) για ένα πρωτόλειο κόμικς που δημοσίευσε και παρέπεμπε δουλικά στον Γιάννη Τσαρούχη, από τον οποίο ήταν εμπνευσμένο.

Η πρώτη εμφάνισή του, ως κομίστα, έγινε στο τεύχος 7 του ιστορικού περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο…) «Βαβέλ», τον Σεπτέμβριο του 1981. Στο τεύχος εκείνο είχε αρχίσει να δημοσιεύει το ιστορικό ασπρόμαυρο κόμικ του «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» ο Γιάννης Καλαϊτζής. Και μαζί, πρωτοεμφανίστηκε ένας ψευδώνυμος άγνωστος, ο Αρκάς, με τις ιστορίες ενός σεξομανούς πλην συνεχώς απορριπτόμενου από τις όρνιθες στο κοτέτσι Κόκκορα (με δύο κάπα), που για να αντέξει τον ανταγωνισμό από το μονίμως επιτυχημένο Γουρούνι και την ειρωνεία ενός ταπεινού γεωσκώληκα κατέφευγε στην ψυχανάλυση αλλά και στον αυτοσαρκασμό.

Η επιτυχία ήταν τεράστια. Σύντομα, τα κόμικ στριπ έγιναν βιβλία, το ένα έφερε το άλλο, κι ο Αρκάς έγινε περιζήτητος –ως μια νότα εναλλακτικής κοινωνικής σάτιρας. Δημοσίευσε το «Ξυπνάς μέσα μου το ζώο» στο «Παρά πέντε», τις «Show Business» (κωμικές περιπέτειες σε τσίρκο) στον «Σχολιαστή», τον «Ισοβίτη» στην εφημερίδα «Πρώτη» και, μετά το 1981, τις «Χαμηλές πτήσεις» στο «Εψιλον», το περιοδικό της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας». Εως σήμερα παράγει συνέχεια καινούργια πράγματα.

Γιατί ξεχώρισε ο Αρκάς; Κατά τον Πέτρο Μαρτινίδη, το χιούμορ του είναι ιδιαίτερο επειδή στοχεύει «τους βαθύτερους μηχανισμούς των ανθρώπινων συμπράξεων και της ανθρώπινης συνείδησης […], τους ατελέσφορους συμβιβασμούς ανάμεσα στο ευγενές ζώο και τον άρπαγα άνθρωπο». Με άλλα λόγια, επειδή συνδέει απροσδόκητα «το τραγικό με το γκροτέσκο, το θεϊκό με το κτηνώδες».

Βέβηλο ιδίωμα –αλλά όσο θίγει, απλώς, τις συντηρητικές δομές της κοινωνίας, οι αυτοτοποθετούμενοι στον κόσμο της προόδου το θεωρούν απελευθερωτικό. Οταν επεκταθεί στην πολιτική και αποδείξει ότι συντηρητικές, ή και αυταρχικές, μπορεί να είναι οι επιλογές της εξουσίας στο όνομα της Αριστεράς, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν –και ο Αρκάς πρέπει να περάσει στην τάξη των αποσυνάγωγων. Κι εκείνος, φυσικά, τρόμαξε. Λίγο ακόμα και θα έβαζε τη γάτα του τη Λουκρητία να κλαίει.