Το πρωινό της 2ας Σεπτεμβρίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αρχή της τηλεοπτικής νομιμότητας και μια αχτίδα ελπίδας που τόσο χρειάζεται το ταραχώδες οπτικοακουστικό πεδίο της χώρας. Η μεγαλειώδης νίκη της πολιτικής έναντι των επιχειρηματιών των μέσων ενημέρωσης –τα 246 εκατ. δεν είναι λίγα –όμως στην πράξη επιβεβαίωσε τις παραδοσιακές σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με τα μέσα ενημέρωσης. Χειρότερο από όλα είναι ότι η όλη διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε κλίμα έντονης πολιτικοποίησης, ενώ ουδείς αναφέρθηκε στη μιντιακή διάσταση του πεδίου.

ΣΥΓΧΥΣΗ. Σε όλα τα στάδιά της, η αδειοδότηση ήταν ιδιόμορφη με τεράστιες αμφισβητήσεις. Αμφισβητήθηκε το δικαίωμα της Πολιτείας να χορηγήσει τις άδειες σε κανάλια συγχέοντας την απορρύθμιση και την ιδιωτική τηλεόραση με τον άμεσο έλεγχο του κράτους. Η κυβέρνηση, ενώ αρχικά προέβλεπε ότι η απονομή θα γίνει διαμέσου του ΕΣΡ αποφάσισε να διατρέξει τη διαγωνιστική διαδικασία και να απονείμει τις άδειες επικαλούμενη μια αρκετά διασταλτική ερμηνεία, χωρίς όμως να αναμένει τις αποφάσεις του ΣτΕ, τα μέλη του οποίου θα αποφανθούν επί ενός τετελεσμένου που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί σε κοινωνικό επίπεδο. Βουλευτές της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης συνέχεαν, εμπρόθετα ή όχι, τον αριθμό των αδειών με την έννοια της πολυφωνίας, παραβλέποντας ότι πολυφωνία μπορείς να έχεις με 1 ή και με 101 κανάλια και αντίστροφα. Ηταν τόσο μεγάλη η σύγχυση, που καναλάρχης στην Εξεταστική της Βουλής συνέχεε τη μίσθωση της συχνότητας με την ιδιοκτησία της.

Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά το ελληνικό τηλεοπτικό πεδίο επιβεβαίωσε ότι αποτελεί πιστή αντανάκλαση της κοινωνίας μας. Φωνάζουμε για τις καταπατήσεις των συχνοτήτων, αλλά ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ζει σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλης. Το δε κράτος λειτουργεί πάντα κατά το δοκούν. Παρέχει φως, νερό, τηλέφωνο κι Εφορία στις εκτός σχεδίου περιοχές και παράλληλα διακηρύσσει ότι εν ευθέτω χρόνω θα γίνει η ένταξη. Κι όταν αυτή γίνεται, όλοι διαφωνούν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Είμαι πολύ περίεργος να δω πώς η κυβέρνηση θα κλείσει τα κανάλια που δεν πήραν άδεια. Ευελπιστώ να μη δούμε κάποιον «καναλάρχη» δεμένο στην ταράτσα του τηλεοπτικού του σταθμού.

ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ. Ομως η αδειοδότηση όχι μόνον πολιτικοποιήθηκε, αλλά και σε έναν βαθμό ποδοσφαιροποιήθηκε. Ετσι, μετά την ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής επήλθε και η ποδοσφαιροποίηση της τηλεόρασης και κατ’ επέκταση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Αυτό σηματοδοτείται, όχι μόνον από τη συμμετοχή τριών προέδρων ποδοσφαιρικών ομάδων, αλλά και ότι η διαγωνιστική διαδικασία διεξήχθη στη λογική τού ποιος δίνει τα περισσότερα χρήματα κι όχι της πρότασης του κάθε υποψηφίου πέραν της χρηματικής του προσφοράς. Στη Βρετανία, όπου κι έγινε η τελευταία δημοπρασία των αδειών στη δεκαετία του 1990, η κυβέρνηση εξετάζει κάθε δέκα χρόνια το μέλλον του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου –εδώ απλά τρέχα γύρευε! Στην Ισπανία οι πρώτες άδειες δόθηκαν με βάση την προγραμματική πρόταση κάθε υποψηφίου –εδώ αυτά είναι ψιλά γράμματα!

Δυστυχώς δεν συζητήθηκε καθόλου η μιντιακή διάσταση των αδειών. Οι μεν ιδιωτικοί σταθμοί ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει πλέον, λόγω της ψηφιοποίησης, η σπανιότητα του φάσματος, η δε κυβέρνηση υποστήριζε ακριβώς το αντίθετο. Προφανώς και οι δύο υπερέβαλλαν. Το φάσμα παραμένει ένας σπάνιος πόρος, όμως με την ψηφιοποίηση του εκπεμπόμενου σήματος μπορούν να φιλοξενηθούν πολλύ περισσότεροι ένοικοι (κι όχι ιδιοκτήτες) σε αυτό. Αναμφίβολα, με τον χάρτη των συχνοτήτων του 2007 χωρούν όλοι.

ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΕΤΗ. Κυρίως όμως η κυβέρνηση δεν προέταξε ποιο είναι το τηλεοπτικό της σχέδιο. Αντιθέτως υποστήριξε ότι χωρούν μόνον τέσσερα κανάλια, ενώ σε επόμενο χρόνο θα προβεί σε αντίστοιχη ενέργεια για τα περιφερειακά κανάλια χωρίς αυτές οι ανακοινώσεις να συνοδεύονται από ανεξάρτητη οικονομοτεχνική μελέτη.

Επειδή μεγάλα κανάλια έχουν ήδη αποκλειστεί και από ό,τι φαίνεται οι επιχειρηματίες επιθυμούν να συνεχίσουν την τηλεοπτική τους δραστηριότητα, προτείνουμε η κυβέρνηση να επανεξετάσει τον αριθμό των αδειών προτάσσοντας πλέον το τηλεοπτικό της σχέδιο. Προτείνουμε επίσης η ΕΡΤ, αντί να μεταδίδει ξένα κανάλια από τις συχνότητές της χωρίς τίμημα, να τις μισθώσει σε ενδιαφερόμενους «πρώην» καναλάρχες με βάση την πρότασή τους και το προσφερόμενο τίμημά τους.