Το ελληνικό καλοκαίρι έπαψε να αποτελεί πηγή έμπνευσης για μένα από την ηλικία των δεκαπέντε ετών. Τότε έληξε η εποχή που τα πάντα ήταν παιχνίδι και κάπου εκεί ξεκινά η οδυνηρή περιπλάνηση στον ενήλικο βίο. Μπορεί για πολλούς η εποχή αυτή του χρόνου να είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για ξεκούραση, για μένα όμως είναι μια αναγκαστική αναμονή να τελειώσει η ζέστη, την οποία ουδέποτε εκτίμησα, παρότι ευλογημένος από καταγωγής με ένα ιστορικό όσο και συγκινητικό σπίτι των αρχών του 20ού αιώνα στη Χώρα της Ανδρου. Ισως και να φταίει το ότι έχω ταυτίσει τόσο πολύ πλέον το θέατρο με τη ζωή μου, που δεν μπορώ να απολαύσω τίποτε άλλο.

Ισως πάλι να είμαι λάτρης μιας ρουτίνας για να έχω πειστικό άλλοθι και να ξεφεύγω από τις μισητές κινητές και ακίνητες εορτές του τόπου αυτού που καλύπτουν σαδιστικά τις μισές και βάλε μέρες του έτους. Αν μπορώ να ξεχωρίσω θετικά είναι η απόλαυση του να βρίσκομαι μαζί με τα παιδιά μου επί έναν και βάλε μήνα, να τα βλέπω να ξυπνούν, να μαθαίνουν, να μεγαλώνουν, να παίζουν σαν παλαβά, όπως πρέπει δηλαδή, να μου δίνουν την αγάπη τους και μερικές στιγμές μοναξιάς συνήθως όπου είτε συμβαίνουν πειστικότατα θαύματα είτε η φύση μού αποκαλύπτει κάτι απόλυτο που έχει να κάνει με την ύπαρξη του Θεού.

Το καλοκαίρι δεν τον αγαπώ τον πολιτισμό. Προτιμώ να ζω τελείως απλά και μέσα σε μια ρουτίνα που με καθησυχάζει για κάποιο λόγο. Συναυλίες, παραστάσεις και τα συναφή δεν τα προτιμώ, αν και πολλές φορές δεν μπορώ να τα αποφύγω. Αδυνατώ παντελώς να καταλάβω την πρεμούρα πολλών να δούνε παραστάσεις στην Επίδαυρο, ενώ εκτιμώ και εγώ την ομορφιά του θεάτρου και του τοπίου και έτσι μου κάνει εντύπωση η ζέση με την οποία εν μέσω ραστώνης διάφοροι ξιφουλκούν υπερασπιζόμενοι ή κατατροπώνοντας παραστάσεις. Συχνά πάντως μου αρέσει, ίσως επειδή μισώ το κουτσομπολιό ή πάλι επειδή μου αρέσει πάρα πολύ η ζωγραφική των Ολλανδών του 17ου αιώνα, να κρυφακούω ή να κρυφοκοιτάζω σκηνές καθημερινού βίου. Μου αρέσει να στρέφω το κεφάλι μπροστά φορώντας τα μαύρα γυαλιά μου του ηλίου και να ακούω συζητήσεις ασήμαντες, εικόνες φευγαλέες που όμως και παρά την ασημαντότητά τους αποτελούν παράδοξες ψηφίδες ενός δράματος που συνθέτει την ίδια τη ζωή.

Ο κατακερματισμός ως εκκίνηση

Προχθές έγινα ωτακουστής μιας κριτικής συζήτησης πάνω σε κάποια παράσταση που είχε παιχθεί εδώ στο νησί. Η μια κυρία, εκείνη που κυρίως άκουγε, ήταν ξαπλωμένη σε μια πετσέτα και εγώ την έβλεπα τρουά καρ. Η άλλη που ασκούσε την κριτική ήταν όρθια, με τα πόδια ελαφρά ανοιγμένα, στην ηλικία των πενήντα, έκανε ελαφρές ασκήσεις την ώρα που μιλούσε και την έβλεπα ανφάς. Η παράσταση της είχε αφήσει «θετικό πρόσημο» παρότι είχε τις αντιρρήσεις της και το εμβριθές της ύφος μού προκάλεσε τόσο το ενδιαφέρον όσο και χαμόγελο για κάποιο λόγο. Ανέλυε για αρκετή ώρα και η άλλη ράθυμα αλλά ανεκτικά την άκουγε. Αίφνης εμφανίστηκε φουριόζος ο σύζυγός της, κλασικός πενηνταπεντάρης έλλην σύζυγος στην όψη, και τους λέει: «Αυτά είναι ανοησίες. Η παράσταση ήταν ακριβώς αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία μας». Και με οργισμένο χαμόγελο ικανοποίησης απομακρύνθηκε. «Ο Τάκης τα ισοπεδώνει όλα» μονολόγησε η σύζυγος και η συζήτηση ατόνησε ή μάλλον το ενδιαφέρον μου από κει και έπειτα εξανεμίστηκε. Τι εννοούσε ο χριστιανός, τι τον ενόχλησε; Και μετά κατάλαβα. Δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτό τον κατακερματισμό που ζούμε. Ηθελε το όλον να βγάζει ένα ηθικό νόημα που θα ανακούφιζε τον ταραγμένο και άδειο από νόημα βίο του. Η παράσταση όμως δεν του είχε κάνει αυτή τη χάρη. Είχε παραμείνει πιστή στην αποσπασματικότητά της, στη ρευστότητά της, στις ατέλειές της, ίσως και στην απελπισία της και κυρίως στον σαρκασμό της για την εκκωφαντική μας ήττα ως έθνους. Το βρήκα θαυμάσιο όλο αυτό, διότι εμπεριείχε ένα πολύ σημαντικό μάθημα για μένα που ζω με το αφόρητο άγχος της τελειότητας: την αποδοχή του κατακερματισμού ως σημείου εκκίνησης της δημιουργίας με όρους απόλυτης ελευθερίας, έτσι ώστε η καλλιτεχνική σύνθεση να αποκτήσει το βάθος που μόνο η κατανόηση του σήμερα μπορεί να προσδώσει.