Οσο κι αν την τελευταία εικοσαετία της πενηντάχρονης κοινής τους ζωής είχαν διαφοροποιηθεί ως προς τις δραστηριότητές τους, δεν έπαυαν να παραμένουν ένα από τα πιο ταιριαστά ζευγάρια του καλλιτεχνικού χώρου η Ντόρα Γιαννακοπούλου και ο Μηνάς Χρηστίδης. Η σπουδαία τραγουδίστρια και ηθοποιός που κατέπληξε με το ισχυρό πεζογραφικό της τάλαντο και ο λαμπρός ηθοποιός και σκηνοθέτης που έγραψε ιστορία ως κριτικός θεάτρου.

Μια βδομάδα πριν κλείσει χρόνος (22 Ιουλίου 2015) απ’ τη βασανιστική απουσία του Μηνά άρχισα να ψάχνω μανιωδώς τις θεατρικές του κριτικές, τα πολιτικά του κείμενα, τις φωτογραφίες του. Δεν ήξερα τι ήθελα να ανακαλύψω. Ισως φανταζόμουν πως μέσα από πράγματα που μου ήταν τόσο γνωστά θα μου ερχόταν ένα καινούργιο «σήμα», θα μου μιλούσε ο Μηνάς μ’ έναν τρόπο που θα μου ξεκαθάριζε τι είχε συμβεί και μου ήταν αδύνατον να το παραδεχτώ. Βλέποντας διάφορες φωτογραφίες, διαπίστωνα ότι στις περισσότερες ήταν σοβαρός. Σε πολύ λίγες χαμογελούσε, αλλά πάλι με αυστηρότητα. Σκέφτομαι ότι στα περισσότερα χρόνια που ζήσαμε μαζί ήταν όλο γέλια, αστεία, πειράγματα και μόνον όταν καθόταν στο γραφείο του να γράψει την κριτική για την παράσταση που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ στο θέατρο συγκεντρωνόταν και δεν μιλούσε.

Ψάχνοντας λοιπόν, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που ψάχνω, έπεσε το μάτι μου στη γωνιά ενός τοίχου, σ’ ένα καδράκι. Το ξεκρέμασα και παρατηρώντας το είπα φωναχτά, σάμπως και θα με άκουγε κανείς: «Γελάει… γελάει…». Οχι μόνο γελούσε αλλά έδειχνε ευτυχισμένος στην αγκαλιά της Ελένης Χατζηαργύρη και της Κάτιας Δανδουλάκη. Γύρω του ηθοποιοί, πρόσωπα ιστορικά πια του Θεάτρου Τέχνης, μαθητές και συνεργάτες του ιδρυτή του, του Κάρολου Κουν. Εβγαλα τη φωτογραφία από το καδράκι μήπως κι έγραφε από την πίσω πλευρά πότε τραβήχτηκε, αλλά είδα πως ανέφερε μόνο τα ονόματα των καλλιτεχνών που είχανε πάρει μέρος σε μια τηλεοπτική εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, προκειμένου να τιμηθεί ο Κάρολος Κουν. Αιφνιδιάστηκα πραγματικά όταν, μετρώντας και ξαναμετρώντας τους στη φωτογραφία, βρίσκω –ανακαλύπτω θα ήταν πιο σωστό να γράψω –ότι αυτοί που έχουν φύγει από τη ζωή είναι περισσότεροι σε σχέση με εκείνους που ζούνε.

Πώς είναι δυνατόν; Ακόμη και οι πιο ώριμοι δείχνουν τόσο νέοι στη φωτογραφία. Μήπως για τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Σάββα Χαρατσίδη –όπως και για τον Μηνά –να έφταιξε το τσιγάρο που τόσο κομψά κρατάνε στα χέρια τους; Να ‘ταν και το τσιγάρο μια επιρροή, ανάμεσα σε τόσες άλλες, του μεγάλου τους δασκάλου; Θυμάμαι τον Μηνά που μου έλεγε ότι στις πρόβες, στο Υπόγειο, ο Κουν κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, χωρίς να μεσολαβεί κανένα κενό. Και ότι ξαφνικά τον έβλεπες να πετάγεται απ’ τη θέση του και να φωνάζει «Μήτσο, καφέ…», καθώς ανακάλυπτε κάτι στον ηθοποιό που πάλευε με τον ρόλο του. Αυτή η μικρή σπίθα και η ανταπόκριση στη διδασκαλία του τον έκαναν ευτυχισμένο. Και συμπλήρωνε ο Μηνάς: «Κι εμείς ευγνωμονούσαμε την καλή μας τύχη που βρεθήκαμε στον δρόμο του και ταξιδέψαμε μαζί του στον μαγικό κόσμο του θεάτρου».

Αναδιφώντας τις θεατρικές του κριτικές, σταμάτησα στον απολογισμό που έκανε για τα θεατρικά έργα που παίχτηκαν από τον Οκτώβρη του 2006 ώς τον Απρίλη του 2007. Αυτή υπήρξε και η τελευταία του κριτική –δημοσιεύτηκε στη σαββατιάτικη «Ελευθεροτυπία» –πριν σταματήσει οριστικά. Ο τίτλος ήταν «Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει» αλλά ξεκινούσε γράφοντας για το άλλο θέατρο, «το θέατρο των εκλογών».

«Ας δούμε λοιπόν τι παίχτηκε από τον Οκτώβρη του 2006 έως σήμερα. Πριν απ’ όλα παίχτηκε το “θέατρο των εκλογών”. Το θέατρο των νομαρχιακών και δημοτικών εκλογών. Πραγματικό θέατρο. Με πολλές σκηνές σε όλη την Ελλάδα, με πρωταγωνιστές και κομπάρσους, με σκηνοθέτη, με σκηνικά και παρασκήνια, με λόγια που λέγονται, με λόγια που κρύβονται, με υποβολείς που δεν φαίνονται. Προσωπικά αυτό το θέατρο των εκλογών με άφησε αδιάφορο. Ούτε καθαρή φάρσα ήταν για να σε κάνει να γελάσεις με την καρδιά σου ούτε ένα γνήσιο δράμα για να σε συγκινήσει. Ετσι το πραγματικό θέατρο που παιζόταν στις θεατρικές σκηνές εξακολουθούσε να έχει το γνήσιο ενδιαφέρον».

Ποια έργα και ποιες παραστάσεις αναφέρει ο Μηνάς στον απολογισμό του; Πρώτο αναφέρει το παράξενο «Μαγαζάκι του τρόμου» και στη συνέχεια δυο «θεατρικά τέρατα» –όπως τα χαρακτηρίζει –τον «Ερρίκο Δ’» του Πιραντέλο και τα «Ιερά τέρατα» του Κοκτό. Ακολουθούν το «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, χωρίζουμε», το «Ντα», το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», το «Τσινετσιτά» των Ρέππα – Παπαθανασίου και η κριτική για «το πείραμα που επιχειρεί ο Σταμάτης Φασουλής να ανεβάσει μια σημερινή επιθεώρηση στο θέατρο Δημήτρης Χορν». Ιδιαίτερα φαίνεται επίσης να τον συγκίνησε «Ο άλλος κόσμος» που ανέβασε ο Σπύρος Ευαγγελάτος στη μνήμη της Λήδας Τασοπούλου που είχε φύγει από τη ζωή. Και ο χρόνος –το 2006 –κλείνει με την επανάληψη μιας επιτυχίας της Ζωής Λάσκαρη, που ήταν το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη. Αρχές του 2007 παρακολουθεί τις «Εφτά λογικές απαντήσεις», το «Νύχτα ραδιο-φόνων» και το «Μ’ ένα καράβι φορτηγό». Αυτά στο ελεύθερο θέατρο. Στο Εθνικό βλέπει το «Θανάτω θάνατον» με ένα άδειο φέρετρο στη σκηνή, αφού ο νεκρός είναι απών, και τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι. Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης την «Επιστροφή» και στη σκηνή της Φρυνίχου τα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ. Μια ακόμη παράσταση είναι τα τρία μονόπρακτα του Μάνου Ελευθερίου, της Μάρως Δούκα και του Μένη Κουμανταρέα με θέμα τους μετανάστες στο Ανοιχτό Θέατρο και η σεζόν 2006-2007 κλείνει με τα έργα «Η τέχνη του κυρίου Χάαρμαν», «Πολύ κακό για το τίποτα» και «Μάνα κουράγιο» με την Αντιγόνη Βαλάκου.

Τελειώνοντας τον απολογισμό γράφει: «Το 2006 τελείωσε καλά –τουλάχιστον στο θέατρο –και το 2007 άρχισε κάλλιστα. Μένει να δούμε πώς θα συνεχίσει. Τουλάχιστον πώς θα τους φανεί εκείνους που θα το δουν, γιατί θα υπάρξουν και μερικοί που δεν θα το δουν…».

Βλέπω και ξαναβλέπω τη φωτογραφία που ξεκρέμασα από τον τοίχο και παρατηρώ με λύπη, μαζί και τρυφερότητα, ότι πολλοί δεν είναι πια κοντά μας. Και τελευταίος από όλους ο Μηνάς. Ο δικός μου Μηνάς. Ο Μηνάς της ζωής μου.