Τις είδα (και τους είδα) καθώς έμπαινα στο πλοίο επιστρέφοντας από τις διακοπές. Στο στέγαστρο όπου περίμεναν οι επιβάτες. Καθισμένες στη σειρά σε έναν πάγκο, αμίλητες, με πανομοιότυπη μάλιστα στάση σώματος. Πέντε – έξι θα ήταν, αλλά η απόλυτη μαυρίλα δημιουργούσε την εντύπωση ενός ενιαίου συνόλου που μπέρδευε στο μέτρημα. Ενώ η αντίθεση με το ανάλαφρο τοπίο του κυκλαδίτικου λιμανιού μπέρδευε την αρμονία. Οι κατάμαυρες μπούρκες είχαν μόνο μία σχισμή (ούτε καν άνοιγμα) στο ύψος των ματιών. Προσπαθώντας να ανακαλύψω ίχνη ταυτότητας σε αυτά τα «φαντάσματα» κοίταξα τα χέρια τους. Ντυμένα με μαύρα επίσης γάντια δεν σου έδιναν καν την πληροφορία της κίνησης καθώς τα κρατούσαν ακίνητα, σταυρωμένα πάνω στα γόνατά τους. Η καθόλου διακριτική ματιά μου αναζήτησε τα πόδια τους. «Με τι παπούτσι άραγε συνδυάζεται η μπούρκα» σκέφτηκα προβοκατόρικα μήπως και ξορκίσω ένα αίσθημα δυσφορίας που είχε αρχίσει να με καταλαμβάνει. Σιγά που θα μου έκανε τη χάρη ο ισλαμικός νόμος. Το μαύρο ύφασμα σερνόταν στο κράσπεδο δημιουργώντας μια ιδιότυπη νησίδα ασφαλείας γύρω από τα απολύτως ακίνητα, σαν τοτέμ, σώματα.

Στον διπλανό πάγκο κάθονταν πέντε – έξι άνδρες, πιθανολογώ οι σύζυγοί τους. Ασπρο παντελόνι, άσπρη μακριά πουκαμίσα, γενειάδα και γκρι καλπάκι στο κεφάλι. Εμοιαζαν κι αυτοί μεταξύ τους, αλλά ένα προανάκρουσμα κίνησης σε βοηθούσε να τους ξεχωρίσεις στοιχειωδώς. Αν μη τι άλλο, από το κύρτωμα της πλάτης, από την κλίση των ποδιών και από τα δάχτυλα που μετρούσαν τις χάντρες του κομπολογιού μπορούσες να μαντέψεις τις ηλικίες τους. Τριγύρω το πολύχρωμο καλοκαιρινό πλήθος τούς έριχνε κλεφτές ματιές. Περιέργεια με επικάλυψη αμηχανίας. Καμία σχέση με την άγνωστή μου γυναίκα που στην Τζακάρτα της Ινδονησίας με είχε μπατσίσει στο μπράτσο επειδή, λόγω αφόρητης ζέστης και υγρασίας, είχα βγάλει τη ζακέτα και κυκλοφορούσα ξεμανίκωτη. Κι όμως, δεν ήταν μόνο το φάσκιωμα των γυναικών που με πέταξε εκτός σύγχρονου πολιτισμού αλλά και αυτός ο απόλυτος διαχωρισμός. Ασπρο, μαύρο. Οχι σαν αλληλοσυμπλήρωμα αλλά σαν αποκλεισμός που απαγορεύει στο ένα φύλο να αυτοπροσδιορισθεί από το έστω και τυχαίο βλέμμα του άλλου. Ενα είδος στεγανοποίησης ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες.

Τέλος πάντων, μπήκα στο καράβι, κάθησα στη θέση μου. Σε λίγο, μια βοή εγκαταστάθηκε δίπλα μου. Μια παρέα από Κινέζες ανάμεσα στα τριάντα και στα πενήντα. Και ενδυματολογικά, ανάμεσα στο σήμερα και στο 1984. Τότε δεν τραγουδούσε η Μαντόνα το «Like a virgin» με σοσόνια και γοβάκια; Ε, τέτοια φορούσαν. Και από πάνω σατέν φορέματα με λεπτομέρειες από τούλι και απλικαρισμένα λουλούδια. Φούξια, μπλε ελεκτρίκ, παπαγαλί –αποχρώσεις που νόμιζα ότι πλέον υπήρχαν μόνο σε χαρτιά κανσόν για χαρτοκοπτική. Τέσσερις το απόγευμα στο πλοίο της γραμμής, ντυμένες σαν να πήγαιναν σε γάμο, βάφτιση και αρραβώνα συγχρόνως. Προσπάθησα να τους πιάσω την κουβέντα. Εφαγα πόρτα. Αυτή η χαρούμενη πολυχρωμία ισοπεδώθηκε αυτόματα από μια μαοϊκή γκριζάδα. Μετά βίας απέσπασα (σε στοιχειώδη αγγλικά) την πληροφορία της καταγωγής τους. Αρχισαν να μιλούν έντονα μεταξύ τους αποθαρρύνοντάς με για περαιτέρω ερωτήσεις.

Βγήκα στον ανοιχτό χώρο του πλοίου να καπνίσω. Δίπλα μου τρία κορίτσια το πολύ μέχρι είκοσι πέντε ετών. Οχι ιδιαίτερα όμορφες ή εντυπωσιακές αλλά με τη θερινή στολή του συγκεκριμένου γυναικείου ανθρωπότυπου. Ολόιδια κοντά σορτσάκια, σουτιέν με ενίσχυση, ολόισια μακριά μαλλιά, τεχνητά νύχια με γαλλικό μανικιούρ. Παρά τα καλογυμνασμένα σώματά τους, ανέδιδαν τη στασιμότητα μεγαλύτερων ηλικιών, καμία σχέση με την κινητικότητα της νιότης. Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι επέστρεφαν από τη Μύκονο. Ποια συμφραζόμενα δηλαδή; Η κουβέντα τους περιοριζόταν στην ανταλλαγή ενός πτωχότατου λεξιλογίου στο οποίο επικρατούσαν τα «απίστευτο», «φοβερό», «έπαθα σοκ» και «τι λες τώρα». Παρά την επιμελημένη εμφάνισή τους, μου φάνηκε ότι είχαν το βλέμμα των ανεκπλήρωτων προσδοκιών. «Πάλι δεν βρήκα γκόμενο κι ο Αύγουστος τελειώνει, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».

Περιμένοντας να βγούμε από το πλοίο, αυτές οι τρεις ομάδες γυναικών στάθηκαν τυχαία πλάι πλάι. Ενα χαρακτηριστικό κομμάτι της σύγχρονης γυναικείας ανθρωπογεωγραφίας μπροστά στα μάτια μου. Σκέφτηκα πόσο περίπλοκο πράγμα είναι να είσαι γυναίκα. Και πόσο δύσκολο να ανατρέψεις τις προδιαγραφές σου.