Σαν να φουσκώνεις ένα μπαλόνι. Στην αρχή δεν σε καταλαβαίνουν. Σιγά σιγά όμως το μπαλόνι μεγαλώνει. Και όσο πιο πολύ μεγαλώνει τόσο πιο πολύ το προσέχουν. Και όσο πιο πολύ το προσέχουν τόσο πιο πολύ σου αρέσει. Μέχρι που το μπαλόνι γίνεται τεράστιο. Μια μεγάλη χρωματιστή φούσκα μπροστά στα μάτια σου, που σου κρύβει το τοπίο. Την πραγματικότητα δηλαδή. Ούτε εσύ βλέπεις τους άλλους ούτε οι άλλοι εσένα. Μόνο το μπαλόνι. Αυτό μπορεί και να σε βολεύει. Από το πολύ φύσημα, μάλιστα, πιθανότατα να έχεις ψιλοζαλιστεί. Κάτι σαν ελαφρά μέθη. Νιώθεις υπέροχα. Γι’ αυτό και συνεχίζεις να φουσκώνεις, αλλά το μπαλόνι έχει φτάσει στο μη περαιτέρω. Και με ένα μεγαλοπρεπές μπαμ σκάει. Τώρα πια βλέπεις την πραγματικότητα, αλλά και η πραγματικότητα βλέπει εσένα. Δηλαδή, έναν ανθρωπάκο με τα απομεινάρια από ένα σκισμένο λάστιχο στο στόμα του.

Ετσι περίπου συμβαίνει και με την υποτιθέμενη πάταξη της διαπλοκής που εξαγγέλλει η κυβέρνηση μέσω της αδειοδότησης των τηλεοπτικών αδειών. Ενα ροζ μπαλόνι που έκρυβε την αλήθεια από τους ψηφοφόρους της. Οσο το μπαλόνι φούσκωνε έμοιαζε ότι ήταν το διαπραγματευτικό της ατού. Παραφούσκωσε όμως. Ζαλισμένοι από τις αναθυμιάσεις της εξουσίας οι κυβερνώντες υποτίμησαν τις βλαβερές συνέπειες της υπερβολής. Και το ατού έγινε μπούμερανγκ. Που έσκασε πάνω στο μπαλόνι. Πίσω από το σκισμένο λάστιχο δεν διακρίνω πολλούς συνταξιούχους που ανεμίζουν πανηγυρικά το εξαφανισμένο ΕΚΑΣ και τις πετσοκομμένες επικουρικές επειδή η κυρία Γεροβασίλη αναγγέλλει μαύρο σε κανάλια. Αλλά το μπαλόνι έτσι και σκάσει, έσκασε. Δεν επανασυγκολλείται.