Από τη μια πλευρά είναι ο «ρητορικός ορθολογισμός», δηλαδή ο λόγος των επιστημόνων, των δημοσιογράφων και των αξιωματούχων. Από την άλλη είναι ο «αυθεντικισμός», αυτό που μερικές φορές αποκαλείται «γλώσσα του λαού». Ο πρώτος δέχεται μια λυσσαλέα, συστηματική επίθεση από τον δεύτερο. Και, δυστυχώς, υποχωρεί κατά κράτος.

Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα ενός νέου βιβλίου, με τον τίτλο «Αρκετά είπαμε: Τι δεν πήγε καλά με τη γλώσσα της πολιτικής» (Enough said: What’s gone wrong with the language of politics, εκδ. Bodley Head). Το υπογράφει ο Μαρκ Τόμσον, πρώην γενικός διευθυντής του BBC και σήμερα πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της New York Times Company. Και δεν είναι καθόλου, μα καθόλου αισιόδοξος.

Εδώ και τριάντα χρόνια, ο Τόμσον εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στους πολιτικούς, τα μέσα ενημέρωσης και την κοινή γνώμη. Και η διαπίστωσή του είναι ότι η ανεκτικότητα και ο φιλελευθερισμός κατρακυλούν συνεχώς. Ψέματα αναπαράγονται χωρίς κανέναν έλεγχο. Η ελεύθερη έκφραση καταστέλλεται. Από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική μέχρι τους δρόμους και τις συνοικίες των ευρωπαϊκών πόλεων, η φονική ηλιθιότητα ενός θρησκευτικής έμπνευσης μηδενισμού αποδεικνύεται πειστικότερη από τις θολές υποσχέσεις της κοσμικής δημοκρατίας.

Το κυρίαρχο πάθος της εποχής μας είναι ο αυθεντικισμός τονίζει ο συγγραφέας, που έχει ανακηρυχθεί από το περιοδικό «Forbes» 65ος ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν πρόκειται φυσικά για συνώνυμο της αυθεντικότητας, αλλά για το αντίθετό της. Ο αυθεντικισμός είναι πρώτος ξάδελφος της αληθοφάνειας, που κι αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια, αλλά αποτελεί μια πεποίθηση που βασίζεται στο ένστικτο, στην «κοινή λογική». Το είδαμε στην εκστρατεία για το Brexit, με τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι η Ευρώπη κλέβει κάθε εβδομάδα 350 εκατ. στερρλίνες από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το βλέπουμε κάθε μέρα, κάθε ώρα, στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ ή του Μπέπε Γκρίλο: τα περισσότερα από όσα λένε αποδεικνύονται ανοησίες, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία, ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης απλώς τα πιστεύει.

Οπως γράφει ο Τόμσον, ο αυθεντικιστής υμνεί την απλότητα της γλώσσας όχι επειδή εκτιμά τον ορθό λόγο, αλλά επειδή θέλει μέσω του συναισθήματος να απευθυνθεί στα λιγότερο μορφωμένα, και άρα πιο εύπιστα, μέλη μιας επιλεγμένης κοινότητας. Ενώ ο ορθολογιστής προσκυνά τα στοιχεία αδιαφορώντας σχεδόν για όλα τα υπόλοιπα, ο αυθεντικιστής βρίσκει τα στοιχεία αυτά ύποπτα, τα αποκαλεί «απλές στατιστικές», στην προσπάθειά του να τα διαχωρίσει από τις βαθύτερες «αλήθειες» που αρέσουν στον ίδιο.

Μεγάλη ευθύνη για την υποχώρηση του ορθού λόγου φέρουν τα μέσα ενημέρωσης, των οποίων η δυσλειτουργία είναι δομική. Ο στόχος τους είναι φυσικά να αυξήσουν το κοινό τους. Και για να το πετύχουν, πρέπει να δώσουν έμφαση στα συναισθήματα και στις προσωπικές εμπειρίες. Ενα παράδειγμα είναι η μεγάλη συζήτηση που έγινε πριν από λίγο καιρό στη Βρετανία και σε άλλες χώρες για τα εμβόλια και ειδικά για το εμβόλιο κατά της ερυθράς, της ιλαράς και της παρωτίτιδας (ΜΜR). Ενα ανακριβές και παραπλανητικό άρθρο για τους κινδύνους από το εμβόλιο ήταν αρκετό για να ξεκινήσει ένα αντιεμβολιαστικό κίνημα, στο πλαίσιο του οποίου κραυγές του τύπου «είμαι απλώς μια μάνα και θέλω το μωρό μου να είναι ασφαλές» αποδείχθηκαν ισχυρότερες από τα επιχειρήματα της επιστημονικής κοινότητας.

Ενα άλλο παράδειγμα είναι η αντιπαράθεση γύρω από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ο Τόμσον επικαλείται την περίπτωση του Μπένι Πάιζερ, διευθυντή ενός ιδρύματος που αμφισβητεί τη σοβαρότητα των κλιματικών αλλαγών, σύμφωνα με την οποία «τέτοια κοινωνικά, ηθικά και οικονομικά προβλήματα δεν μπορεί ουσιαστικά να λύνονται αποκλειστικά από την επιστήμη, αλλά απαιτούν και τη συμμετοχή οικονομολόγων και κοινωνικών σχολιαστών». Ομως, είτε πιστεύουμε ότι η επιστημονική κοινότητα υπηρετεί με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία έναν κλάδο που μέσω μιας διαδικασίας επαληθεύσεων αναζητεί την αλήθεια, και άρα την εμπιστευόμαστε, είτε δεν συμφωνούμε με αυτή την αρχή και πρέπει να εξηγήσουμε γιατί. Το «είμαι απλώς μια μάνα» δεν είναι αρκετό.