Είναι κάτι που, σύμφωνα με τη «Μοντ», ο Φρανσουά Ολάντ συνηθίζει να κάνει: όταν τελειώνει το υπουργικό συμβούλιο, παίρνει κατά μέρος κάποιον υπουργό για να του υποδείξει ευγενικά να «μην πολυμιλάει στους δημοσιογράφους». Οι υπουργοί δεν ακολουθούν πάντα τη συμβουλή τού προέδρου τους. Και πού οφείλεται αυτή η απείθεια; Στο γεγονός ότι γνωρίζουν πως ο ίδιος ο Ολάντ μιλάει πολύ και συχνά στους δημοσιογράφους.

Οπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της γαλλικής εφημερίδας, όλοι οι άνθρωποι του προέδρου είναι δημοσιογράφοι –τουλάχιστον στην περίπτωση της Γαλλίας. Είναι κάτι που οι συνεργάτες του αντιλήφθηκαν από τους πρώτους μήνες. Το πρώτο δείγμα ήταν τη νύχτα του δεύτερου γύρου των βουλευτικών εκλογών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2012. Γενικός γραμματέας στο Ελιζέ εκείνη την εποχή ο Πιερ Ρενέ Λεμά. Στα τηλεγραφήματα του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων βρίσκει μια πολιτική ανάλυση, πηγή της οποίας είναι το «περιβάλλον του Φρανσουά Ολάντ». Ο γενικός γραμματέας εκπλήσσεται, αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που τόλμησε να μιλήσει στο όνομα του προέδρου. Ενας παλιός φίλος τού δείχνει την πόρτα του προεδρικού γραφείου.

Ετοιμο να δημοσιευθεί

Αυτή η, κατά κάποιον τρόπο, «φλυαρία» με τους δημοσιογράφους χαρακτήριζε πάντα τον Ολάντ. Οι ίδιοι αναγνωρίζουν την ευγλωττία του αλλά και την αγάπη του για την πολιτική ανάλυση –μια ανάλυση που δεν περιορίζεται στον χώρο των Σοσιαλιστών αλλά επεκτείνεται ώς τα λημέρια της Δεξιάς. Η είσοδός του στο Ελιζέ δεν άλλαξε καθόλου τις συνήθειές του. Μόνο που αναλύει πλέον τη δική του πολιτική. Χρησιμοποιεί μάλιστα τον γραμματικό χρόνο που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι στα κομμάτια τους. Το ρεπορτάζ είναι «prêt-à-publier» σχολιάζει η «Μοντ», κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με το «prêt-à-porter». Ετοιμο να δημοσιευθεί.

Ηταν μια συνήθεια ή ένα πάθος που, απ’ ό,τι φαίνεται, έγινε ανάγκη. Τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας του, ο Ολάντ είχε αναθέσει στον Ακιλινό Μορέλ να «πουλάει» την πολιτική του στους δημοσιογράφους. Η επιλογή αποδείχθηκε ανεπιτυχής, ο Μορέλ ανήκε στην αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών και συχνά ήταν επικριτικός. Από το Ελιζέ έφυγε τελικά. Αλλά δεν αντικαταστάθηκε. Αυτός που πλέον υποδεχόταν τους δημοσιογράφους στο άδειο γραφείο του πρώην συνεργάτη ήταν ο ίδιος ο Ολάντ. Από πολλές απόψεις, είχε πλέον γίνει ο ίδιος εκπρόσωπος Τύπου των πεπραγμένων του. Οι δημοσιογράφοι συνομιλητές του δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν πάντως ότι ο πρόεδρος τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από τους υποτιθέμενους ειδικούς. Και χωρίς να παραλείπει τις λεπτομέρειες, όπως αναφέρει η Σεσίλ Αμάρ, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ζουρνάλ ντι Ντιμάνς».

Αλλοι δημοσιογράφοι επισημαίνουν ότι δεν είναι σπάνιο να σηκώσει ο πρόεδρος το πρωί το ακουστικό και να τους τηλεφωνήσει. Συμβαίνει με τους πολιτικούς συντάκτες των εφημερίδων και των ραδιοφωνικών σταθμών, ενώ στις αρχές της εβδομάδας είναι η σειρά των τηλεοπτικών και το Σάββατο της «Ζουρνάλ ντι Ντιμάνς», εφημερίδας που εκδίδεται την Κυριακή. Συχνά κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τα μέλη της συντακτικής ομάδας της ίδιας εφημερίδας –και χωρίς να εξαιρεί καμία. Περίπου κάθε τρεις μήνες παίρνει το πρωινό του με τον διάσημο στη Γαλλία Αλέν Ντιαμέλ και τον πρώην διευθυντή της «Μοντ» Ζαν Μαρί Κολομπανί. Οταν κάποιος δημοσιογράφος του ζητήσει να μιλήσουν, ο πρόεδρος δεν διστάζει: «Ελάτε αύριο το πρωί, κάποιο από τα ραντεβού μου θα ακυρωθεί». Ενώ πολύ συχνή είναι και η ανταλλαγή μηνυμάτων.

Πώς μεταφράζονται όλες αυτές οι επαφές σε αριθμούς; Οι πολιτικοί συντάκτες επιχείρησαν να ποσοτικοποιήσουν όλη αυτή τη δραστηριότητα. Υπολόγισαν ότι εκείνοι που λαμβάνουν τα προεδρικά SMS είναι περί τους εβδομήντα. Υπολογίστηκε επίσης –αυτή φορά από τη γαλλόφωνη εφημερίδα της Ελβετίας «Λε Ταμπ» –ότι ο πρόεδρος περνάει περίπου το 30% με 40% του χρόνου του με δημοσιογράφους. Το προεδρικό περιβάλλον κατεβάζει αυτό το ποσοστό στο 5%. Σε κάθε περίπτωση, τώρα θα πρέπει να υπολογίσει κανείς πόσοι από αυτούς τους δημοσιογράφους έχουν μεταφέρει αυτήν την εμπειρία σε βιβλία.

Η «Μοντ» επιχείρησε μια πρόχειρη καταμέτρηση. Οι δημοσιογράφοι Αντονίν Αντρέ και Καρίμ Ρισουλί υπόσχονται στο αναγνωστικό κοινό 32 αποκλειστικές συνεντεύξεις στο 350 σελίδων βιβλίο τους «Ιδιωτικές συνομιλίες με τον πρόεδρο» –είναι το βιβλίο από το οποίο πληροφορήθηκε το ελληνικό κοινό πριν από δυο εβδομάδες ότι ήταν ο έλληνας Πρωθυπουργός που «ξεμπλόκαρε την κατάσταση» στη 17ωρη διαπραγμάτευση του περασμένου καλοκαιριού. Οι δημοσιογράφοι της «Μοντ» Ζεράρ Νταβέτ και Φαμπρίς Λομ προσφέρουν από την πλευρά τους «60 ραντεβού, δηλαδή 100 ώρες συνεντεύξεων τις οποίες συγκεντρώσαμε κατά τις συναντήσεις μας σε μία από τις Παρασκευές κάθε μήνα από τον χειμώνα του 2012 στο Ελιζέ ή σπίτι μας».

Είχε προηγηθεί στις 25 Αυγούστου το 306 σελίδων βιβλίο της δημοσιογράφου Ελσα Φρεσινέ «Δεν έχει κανένα νόημα», το οποίο περιέχει –τι άλλο; –προεδρικές εξομολογήσεις. Ενώ ακολουθούν άλλα τρία βιβλία δημοσιογράφων. Ολα τους είναι προϊόντα της επιθυμίας του Φρανσουά Ολάντ να «καταθέσει τη δική του αλήθεια», όπως αναφέρει σύμβουλος επικοινωνίας του προέδρου Γκασπάρ Γκαντζέρ. Μια αλήθεια που, όπως φαίνεται, έχει πάψει να συγκινεί τους γάλλους πολίτες.

Ενα πλατύ χαμόγελο

Δεν είχαν όλοι οι γάλλοι πρόεδροι αυτήν την κάπως ψυχολογική εξάρτηση από τον Τύπο. Συνέβαινε μάλλον το αντίθετο. Ο Ζορζ Πομπιντού και ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν τον περιφρονούσαν. Το κατώφλι του Ελιζέ επί Ζακ Σιράκ δεν περνούσαν παρά καμιά δεκαριά πολιτικοί συντάκτες για να ακούσουν κάποιον σύμβουλο να τους διαβάζει ένα νον πέιπερ πριν τους προειδοποιήσει ο ίδιος ο πρόεδρος: «Αυτό είναι οφ δι ρέκορντ. Ο,τι γράψετε θα το αποδώσετε στο περιβάλλον μου». Ο Φρανσουά Ολάντ και ο Νικολά Σαρκοζί, πάλι, χρησιμοποίησαν τον Τύπο. Ο ίδιος ο Ολάντ –υπενθυμίζει η «Μοντ» –γνωρίζει εδώ και τριάντα χρόνια τα μυστικά της πολιτικής επικοινωνίας. Γιατί ήταν το 1984 όταν ο Μαξ Γκαλό, τότε εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης, είχε αναθέσει στον τότε 32χρονο Ολάντ τη διεύθυνση του επιτελείου του.

Ο Ολάντ θα γνωρίσει εκείνη την περίοδο όλους τους δημοσιογράφους, οι οποίοι στη συνέχεια θα αναλάμβαναν διευθυντικά πόστα σε εφημερίδες και τηλεοράσεις –ανάμεσά τους ήταν ο Ζαν Μαρί Κολομπανί, μετέπειτα διευθυντής της «Μοντ», και ο Λοράν Ζοφρέν, σήμερα διευθυντής της «Λιμπερασιόν». Οταν, δέκα χρόνια αργότερα, εκλέγεται γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, θα γίνει ένα είδος επίσημης πηγής πληροφόρησης για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του Λιονέλ Ζοσπέν. Ο Ολάντ στήνει στην πραγματικότητα ένα δίκτυο πληροφόρησης με άκρες και στον Τύπο της Δεξιάς. Κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Νικολά Σαρκοζί περιλαμβάνοντας τον Τύπο της Αριστεράς. Σύμφωνα με έναν παλιό δημοσιογράφο, την εποχή εκείνη ο Ολάντ λειτουργεί περίπου ως αρχισυντάκτης. Τόσο που όταν ο Λιονέλ Ζοφρέν εγκαταλείπει το 1996 την αρχισυνταξία του περιοδικού «Νουβέλ Ομπσερβατέρ», κάποιοι δημοσιογράφοι προτείνουν στον Ολάντ να αναλάβει αυτός τη θέση. Πώς αντέδρασε ο μέλλων πρόεδρος; Με ένα πλατύ χαμόγελο.