α ήθελα από μιας αρχής να εξηγηθώ. Στα σαράντα πέντε χρόνια που διακονώ αδιαλείπτως την κριτική όχι μόνο του θεάτρου αλλά και όλων των πολιτιστικών θεσμών, εξέφρασα τις απόψεις μου, που δεν είναι ευτυχώς μόνο προσωπικές, για την προσέγγιση από την τέχνη (κυρίως τη λογοτεχνία, το θέατρο και το σινεμά) ιστορικών γεγονότων και πρωταγωνιστών του ιστορικού χρόνου. Πάντα υπήρχε μια αίρεση κατά πόσο μια προσέγγιση από την τέχνη πρόσφατων γεγονότων ή δρώντων προσώπων του πρόσφατου παρελθόντος αφορά όχι τόσο την επάρκεια του δημιουργού τέτοιων έργων όσο τη δυνατότητα του να έχει στη διάθεσή του έγκυρα και ελεγμένα ντοκουμέντα ώστε η προσέγγισή του να έχει αντικειμενική πειθώ.

Οσον αφορά μάλιστα πολιτικά, πολεμικά, θεσμικά θέματα και πολιτικά δρώσες προσωπικότητες, είναι γνωστό πως ακόμη και τα αρχεία τα επίσημα για την έρευνα μιας περιόδου έχουν όρια. Ανοίγουν στα τριάντα, στα πενήντα και στα ογδόντα χρόνια. Οταν έχουν κρυώσει οι αντιπαλότητες και έχουν αποδημήσει οι πρωταγωνιστές.

Π.χ. ακόμη και σήμερα είναι στο ερευνητικό απυρόβλητο αρχεία, έγγραφα και ντοκουμέντα από την κρίση του Κυπριακού και το πραξικόπημα του 1974!

Οταν λοιπόν κάποιος αποφασίζει να γράψει π.χ. τα απομνημονεύματά του χωρίς ο αναγνώστης να έχει την ευχέρεια να ελέγξει την αλήθεια των προσκομιζόμενων στοιχείων, το πόνημα είναι φυσικό να θεωρηθεί άκρως υποκειμενικό και ως εκ τούτου να χαρακτηριστεί και ως πρόσχημα ο γράφων να επιχειρεί να συσκοτίσει, να παραπλανήσει ή να προλάβει και να προκαταλάβει αντικειμενικές νηφαλιότερες προσεγγίσεις των ίδιων γεγονότων και των κύριων πρωταγωνιστών.

Θεωρώ, και το έχω συχνά επισημάνει, ύψιστη έκφραση χιούμορ την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας (!) στον Ουίνστον Τσόρτσιλ για τα «Απομνημονεύματά» του. Αφού το βραβείο αυτό για έναν αιώνα δίνεται πάντα σε έργα μυθοπλασίας. Το έργο του Τσόρτσιλ είναι άκρως αριστουργηματικού ύφους και πολιτικού στοχασμού, αλλά είναι συνάμα μια αποκλειστικά υποκειμενική ματιά ενός πρωταγωνιστή των γεγονότων που αφηγείται.

Θεωρούμε γλωσσικό και ηθικό κατόρθωμα τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, όχι όμως και αντικειμενικό ντοκουμέντο μιας ιστορικής συγκυρίας. Η έρευνα έχει διαπιστώσει και εμμονές, και πείσματα, και μίση, και προκαταλήψεις στην αντιμετώπιση γεγονότων και συναγωνιστών!

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ. Το ίδιο συμβαίνει και για βιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων όταν οι βιογράφοι δεν έχουν αποστασιοποιηθεί από φανατισμούς, συμπάθειες, εχθρότητες, που φυσικό είναι να συνοδεύουν μια ενεργή δράση σε στιγμή ιστορικών και άλλων πολιτικών κρίσεων.

Ο Αισχύλος ήταν στρατιώτης στη Μάχη του Μαραθώνα (όπου σκοτώθηκε ηρωικά μαχόμενος ο αδελφός του Κυναίγειρος) και ναυμάχος στη Σαλαμίνα. Εγραψε ένα αριστούργημα, τους «Πέρσες», που παίζεται σήμερα ακόμη και στην Κορέα και στην Ιαπωνία. Δεν είναι όμως ιστορικό ντοκουμέντο. Αν θέλει κανείς να ερευνήσει τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών, θα πρέπει να εμπιστευθεί τον Ηρόδοτο που απείχε χρόνια μετά τα γεγονότα και είχε υπόψη του πηγές, ντοκουμέντα που υπέστησαν επαλήθευση και διασταύρωση.

Αρκετά νομίζω ως πρόλογος θεωρητικής κάλυψης για τις επιφυλάξεις μου για από θεάτρου έκθεση βιογραφίας και πορείας ζωής ενός διακεκριμένου προσώπου.

Εχω παρακολουθήσει στην ελληνική σκηνή θεατρικά έργα αφιερωμένα στον Σολωμό, τον Μακρυγιάννη, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Τρικούπη, τον Βενιζέλο, τον Δραγούμη, τους «Εξι» εκτελεσθέντες για τη μικρασιατική εκστρατεία, τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, την Κοτοπούλη, τη Λαμπέτη και βέβαια εκατοντάδες ξένους μεγάλους πολιτικούς και πνευματικούς δημιουργούς (από τον Ζολά και την Κιουρί έως τον Ντίλιγκερ, τον Χουαρέζ και τον Κένεντι). Ωραίες ή μέτριες καλλιτεχνικά απόπειρες, αλλά ιστορικά μετέωρες. Οι συγγραφείς, είτε θαυμαστές, οπαδοί, ομόθρησκοι, συνοδοιπόροι είτε αντίπαλοι, κριτικοί ιδεολογικά αντίθετοι, κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους αλλά φοράνε τις παρωπίδες τους, θέλουν – δεν θέλουν.

Ακόμη και όσοι ισχυρίζονται πως έλαβαν υπόψη τους ντοκουμέντα, μονογραφίες, αναλύσεις, προσωπικές αναμνήσεις συγχρόνων (οπαδών και αντιπάλων) των βιογραφούμενων τελικά ελέγχονται για τον τρόπο που χρησιμοποίησαν το υλικό, τι εξήραν και τι αποσιώπησαν.

Ο Πλούταρχος για παράδειγμα, γράφοντας σε έναν από τους «Παράλληλους Βίους» του για τον Θεμιστοκλή μ’ όλο τον έξοχο βιβλιογραφικό εξοπλισμό στον οποίο παραπέμπει, φαίνεται από την αρχή πως θέλει να υπονομεύσει το πανελλήνιο κύρος που έχει συσσωρευτεί. Οφειλα να αναφερθώ σ’ αυτές τις θέσεις που υπερασπίστηκα πάντα, χωρίς να αποφύγω να κρίνω αξιόλογες προσπάθειες φωτισμού από σκηνής σημαντικών προσώπων κυρίως της ελληνικής ιστορίας.

Είδα φέτος να περιοδεύει και έσπευσα να παρακολουθήσω μια παράσταση με τίτλο «Η Πέμη Ζούνη συναντά τη Μελίνα Μερκούρη». Το κείμενο υπογράφει ο Σπύρος Δευτεραίος και η Ζούνη σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί. Και μόνο ο τίτλος του αφιερώματος εμένα τουλάχιστον με καλύπτει σ’ όσα ήδη ανέφερα. Εχουμε να κάνουμε με μια νεότερη ελληνίδα πρωταγωνίστρια που με τελείως προσωπικό τρόπο θέλει να προσεγγίσει μια μεγάλη προϋπάρχουσα σταρ, που εκτός των άλλων υπήρξε πολιτικός δρώσα, πράγμα όμως που υπήρξε και η Ζούνη.

Εχουμε άρα να κάνουμε με κάτι αποκλειστικά υποκειμενικό. Οσο κι αν ο συγγραφέας σωρεύει ντοκουμέντα αφηγηματικά και οπτικά (με προβολές) του βίου της αξέχαστης Μελίνας, περνώντας μέσα από τον θαυμασμό και την εκτίμηση της Ζούνη γίνεται ένα αγαπητικό γεγονός, ένα, θα το πω, πολιτικό παραμύθι, αφού η νεότερη πρωταγωνίστρια θέλει –και καλά κάνει –να αποθεώσει και την επαναστατική έφηβο, και την εξεγερμένη γυναίκα, και την ηθοποιό που ρισκάρει ευρωπαϊκή καριέρα, και την ερωτική τόλμη της, και την πληγωμένη πατριώτισσα, και την καθαγιασμένη πολέμια της χούντας, και την αναρχική υπουργό Πολιτισμού. Η Μελίνα θα κριθεί εν καιρώ από την αδέκαστη ιστορική έρευνα.

Η Ζούνη μας παρουσίασε τον τρέχοντα ισχύοντα μύθο της. Επαιξε με τους ρόλους της, τραγούδησε τα τραγούδια της γεμάτη με κατάφαση, με τη ζωή της και την πορεία της ως πολίτιδος.

Οι ενορχηστρώσεις των τραγουδιών ήταν του Σπύρου Λιβέρη, η ορχήστρα επί σκηνής και θετική η παρουσία της τραγουδίστριας Μαργαρίτας Γκινοσάτη, καθώς και των ηθοποιών και χορευτών που πλαισίωσαν το πλούσιο θέαμα και ακρόαμα.

Κείμενο:

Σπύρος Δευτεραίος

Σκηνοθεσία:

Πέμη Ζούνη

Ενορχήστρωση τραγουδιών:

Σπύρος Λιβέρης

Χορογραφίες:

Φρόσω Κορρού

Αφήγηση:

Πέμη Ζούνη

Τραγούδι:

Πέμη Ζούνη, Μαργαρίτα Γκινοσάτη

Ηθοποιοί:

Γιάννης Μυλωνάς, Νίκος Αθανασίου

Χορευτές:

Δέσποινα Λαγουδάκη, Δαμιανός Μέτσο, Αναστάσιος Δεληγιάννης, Μπίλιω Αναγνωστοπούλου

Ορχήστρα:

Χάρης Πετμεζάς, Σπύρος Λιβέρης, Δημήτρης Μπαλάφας, Σπύρος Βαρδακαστάνης, Χρυσάνθη Τζοβάνη

Πού:

Αναμένονται παραστάσεις σε Αλιμο, Γλυφάδα, Ναύπλιο, Πειραιά και αλλού. Δεν έχουν ανακοινωθεί ημερομηνίες.