«Κι εγώ δεν θα βλέπω πια Μπαχάρ;» ρωτούσε προχθές τον συνάδελφό της η υπάλληλος του σουπερμάρκετ καθώς τοποθετούσαν τις φαρφάλες στα ράφια. Αυτό είχε να πει για την αδειοδότηση των καναλιών. Και όσο κι αν το έλεγε μεταξύ αστείου και σοβαρού, η αβάσταχτη ελαφρότητα της αναφοράς της αποτύπωσε αυτό που παρατηρώ να διακινείται τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην πραγματική και διαδικτυακή ζωή. Αντλώντας μέχρι τώρα τη δύναμή της από τη θωπεία του λαϊκού θυμικού, η Πρώτη Φορά Αριστερά, μην μπορώντας φαίνεται να ελέγξει το χέρι και τους χειρισμούς της, έκανε το χάδι χαστούκι.

Είτε από ιδεολογική αντίθεση σε οιαδήποτε μορφή μαύρου είτε από αλληλεγγύη στους εργαζομένους που θα μείνουν στον δρόμο αν κλείσουν τα κανάλια, είτε ακόμη και από τη διατάραξη του ασύλου της ανούσιας καθημερινής συνήθειας που μπορεί να είναι έστω και ένα σίριαλ, έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα είδος ασύμμετρης λαϊκής οργής ενάντια στην κυβέρνηση. Γιατί δεν έγινε αυτό με τις περικοπές σε συντάξεις; Διότι με δύο ευρώ την ημέρα δεν ζεις ούτως ή άλλως, οπότε τι κι αν σου δώσουν ένα. Γιατί δεν συνέβη με τα κυβερνητικά ψέματα; Διότι σε κάθε ψεύτη αναγνωρίζουμε οι περισσότεροι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Και το παραμύθι της πάταξης της διαπλοκής δεν έχει πια δράκους. Το «Οχι στο μαύρο» είναι πολύ δυνατό σύνθημα και η Αριστερά κάτι ξέρει από συνθήματα. Αυτή μας είπε ότι «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Και τώρα; Από το «Νόμος είναι το δίκιο του εργολάβου» περισσότερο ξεσηκώνει το «Νόμος είναι το δίκιο της Μπαχάρ».