Με την εμφανή διάθεση να τονίσει τη σωματικότητα του Αριστοφάνη, έτσι όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ανέβασε τη «Λυσιστράτη», στην παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου (η πρεμιέρα δόθηκε στην Επίδαυρο). Με επιλεγμένο συνοδοιπόρο τη νέα μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, προσπάθησε να συνδυάσει ποίηση και πραγματικότητα, αντικαθιστώντας τα γνωστά κλισέ, με τα δικά του.

Βασισμένος στο πρωτότυπο έργο, ο σκηνοθέτης έκανε πολλές περικοπές και άλλες τόσες παρεμβάσεις στο κείμενο, διασκευάζοντάς το και αλλάζοντας ουσιαστικά τη μορφή της ίδιας της κωμωδίας. Απέφυγε την επικαιροποίηση αλλά πρόσθεσε στοιχεία μιας οικείας καθημερινότητας –από τη σπανακόπιτα και τη συνταγή της ώς τα ψώνια από τη λαϊκή, φτιάχνοντας έτσι το πορτρέτο της σύγχρονης γυναίκας που τα κάνει όλα. Χρησιμοποίησε το γυμνό σώμα στην υπερβολή του, γι’ αυτό και η αδιάκοπη έκθεσή του λειτούργησε αντίθετα: Ούτε επιθυμία ούτε λαγνεία. Δεν χρειάστηκε να δούμε από την κλειδαρότρυπα. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη.

Υπό τους ήχους του πιάνου (επί σκηνής η Λενιώ Λιάτσου), ο θίασος μπήκε στη σκηνή με ελαφρά αναπηδήματα, ακολουθώντας μικρές διαδρομές. Γυναίκες, ρόλοι και Χορός, ολόγυμνες, καλυμμένες με διάφανα, αραχνοΰφαντα φορέματα, ώστε να διακρίνεται το φύλο τους –ορισμένες γυμνές από τη μέση και πάνω με τις υπόλοιπες να γδύνονται αργότερα. Με μαλλιά λιτά, ψηλά τακούνια και κοσμήματα, συνέθεσαν τη γυναίκα ως ερωτικό αντικείμενο. Λιγότερο ηδυπαθής στην εμφάνιση και, κυρίως, στη διάθεση, η Λυσιστράτη της Λένας Κιτσοπούλου αποστασιοποιήθηκε εξαρχής για να οργανώσει τη γυναικεία αντεπίθεση διά της γνωστής ερωτικής αποχής.

Η επιλογή της συγκεκριμένης ηθοποιού είχε προφανή σημειολογία και δυστυχώς, με την ερμηνεία της ως αριστοφανική ηρωίδα, η Λένα Κιτσοπούλου θύμιζε πολύ τον εαυτό της, κυρίως στην πρόσφατη παράστασή της, «Η ανουσιότητα του να ζεις»: Ξεσπάσματα και υστερίες με ελάχιστες φωτεινές υποκριτικές εκλάμψεις.

Η Μαρία Σκουλά και η Ελενα Τοπαλίδου ξεχώρισαν από το γυναικείο πλήθος, η πρώτη με την καθάρια εκφορά του λόγου και την καθαρότητά της και η δεύτερη με την ηθελημένη προκλητικότητα (εξαιρετική στον μονόλογό της για τις χαρές του πέους) και τη σωματική της έκφραση. Η Αθηνά Μαξίμου προσπάθησε να διαφοροποιηθεί με αυτό το διαρκές χαμόγελο, ενώ σε ηθοποιούς όπως τη Λένα Παπαληγούρα δεν δόθηκε χώρος. Οι άνδρες, ο (έτσι κι αλλιώς) μεγάλος χαμένος της «Λυσιστράτης», δεν ήταν παρά οι τέσσερις γέροντες του Χορού που λειτούργησαν μεμονωμένα και σαν σύνολο αποδεικνύοντας τις υποκριτικές τους ικανότητες –Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μπινιάρης, Θέμης Πάνου, Χάρης Τσιτσάκης. Γιατί ο Πρόβουλος και ο Κινησίας (και τους δύο ερμήνευσε ο Αιμίλιος Χειλάκης) χάθηκαν, προφανώς ηθελημένα από τον σκηνοθέτη, μέσα στο γυναικείο τοπίο…

Μέσα σε αυτή τη «Λυσιστράτη» ο Μαρμαρινός βρήκε χώρο να τιμήσει αυτούς που δεν είναι πια εδώ, όπως τον Μηνά Χατζησάββα, ένα κατανοητό αλλά λίγο περιττό μελό. Στην ίδια παράσταση έλαμψαν κάποιες ποιητικές στιγμές, συνοδεία της μουσικής του Δημήτρη Καμαρωτού (όταν οι γυναίκες γίνονταν Χορός) ενώ θετική ήταν η απουσία των γνωστών, μεγάλων φαλλών, που αντικαταστάθηκαν από ευμεγέθη πλαστικά πέη. Κι αν στις προθέσεις της παράστασης ήταν να μείνει απ’ έξω το φεμινιστικό μήνυμα της κωμωδίας για να επικεντρωθεί στο εμφυλιακό στοιχείο του πολέμου, δεν ολοκληρώθηκε. Οπως δεν ολοκληρώθηκε και η αναμέτρηση με τους άνδρες.

Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης

Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός

Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός

Σκηνικά:

Γιώργος Σαπουντζής

Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη

Φωτισμοί: Thomas Walgrave

Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος

Παίζουν:

Λένα Κιτσοπούλου, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Σκουλά, Λένα Δροσάκη, Αγλαΐα Παππά, Αθηνά Μαξίμου, Ελενα Τοπαλίδου, Ηλέκτρα Νικολούζου, Αιμίλιος Χειλάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θέμης Πάνου, Χάρης Τσιτσάκης, Γιώργος Μπινιάρης κ.ά.

Πιάνο:

Λενιώ Λιάτσου

Η παράσταση περιοδεύει στην Αττική ώς τις 24/9 (Ηρώδειο)