Ενας από τους λόγους που οι κυβερνώντες ανοίγουν διαρκώς μέτωπα, κοινωνικά και πολιτικά, είναι και η αδυναμία τους. Αδυναμία να κυβερνήσουν –που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ανικανότητα.

Το τελευταίο εικοσιτετράωρο η παθολογία αυτή επιβεβαιώνεται ξανά. Από το Βερολίνο έρχονται αρνητικά μηνύματα για το Προσφυγικό. Είναι η ίδια η καγκελάριος που δυσφορεί με τον Πρωθυπουργό διότι υπάρχει δυστοκία στις επαναπροωθήσεις στην Τουρκία εκείνων που δεν καλύπτουν τις προϋποθέσεις για την παροχή ασύλου. Πιο σκληρός, ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών Ντε Μεζιέρ βάζει θέμα να ξαναρχίσουν να στέλνονται πίσω στην Ελλάδα οι πρόσφυγες –επαναφέρει δηλαδή το φάντασμα του Δουβλίνου. Το δυσάρεστο είναι ότι η Αθήνα δεν έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα και μάλιστα για μια συμφωνία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της που εκτονώνει την πίεση του Προσφυγικού διά της Τουρκίας –μιας Τουρκίας που έχει μπει σε φάση εκτεταμένης αστάθειας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού.

Αντί να ενεργοποιηθούν, διαβλέποντας τους κινδύνους ενός ρευστού σκηνικού, οι κυβερνώντες προτιμούν να αναλώνονται σε ασκήσεις διάλυσης του τηλεοπτικού τοπίου και σε άλλους ακήρυχτους εσωτερικούς πολέμους. Ολα αυτά, ενώ το Προσφυγικό φαίνεται να αλλάζει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού στην Ευρώπη, εκτοξεύοντας την Ακροδεξιά. Είναι κάτι που βάζει τις δημοκρατικές δυνάμεις σε αγώνα επιβίωσης και σημαίνει ότι η ανοχή προς την ελληνική κυβέρνηση θα είναι εφεξής περιορισμένη.

Το πρόβλημα είναι ότι την ανικανότητα των κυβερνώντων δεν την πληρώνουν οι ίδιοι –την πληρώνει η χώρα και μάλιστα όλο και ακριβότερα.