Με τη θεαματική πυρπόληση μίας τεράστιας ξύλινης εγκατάστασης -αντίγραφο κτιρίων- στον Τάμεση κορυφώθηκαν οι εκδηλώσεις στο Λονδίνο για τα 350 χρόνια μετά την καταστροφική Μεγάλη Πυρκαγιά. Το αντίγραφο, μήκους 120 μέτρων, παραδόθηκε στις φλόγες τη νύχτα «γιορτάζοντας» την ικανότητα της πόλης να ανοικοδομηθεί.

Η πυρπόληση του ξύλινου αντιγράφου, το οποίο αναπαριστούσε χοντρικά σπίτια της επόχης, είχε σκηνοθετηθεί από τον αμερικανό καλλιτέχνη Ντέιβιντ Μπεστ και μεταδόθηκε ζωντανά στο Διαδίκτυο.

Η Μεγάλη Πυρκαγιά είχε ξεκινήσει στις 2 Σεπτεμβρίου 1666 και έκαιγε μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου. Ξεκινώντας από φούρνο στο Πάντινγκ Λέιν, κατέκαψε μεγάλο τμήμα του κέντρου του Λονδίνου.

Υπολογίζεται ότι το ένα έκτο του τότε πληθυσμού έμεινε άστεγο, αν και ο αριθμός των νεκρών είναι αβέβαιος – ο επίσημος απολογισμός ήταν εξαιρετικά χαμηλός για την έκταση της φωτιάς (κάτω από δέκα).

Όπως είναι ο ιστορικός κανόνας για καταστροφή μεγάλου μέρους του αστικού ιστού, η Μεγάλη Πυρκαγιά στάθηκε για το Λονδίνο «ευκαιρία» ανανέωσης και εκσυγχρονισμού.

Το σχετικά ασυνήθιστο ήταν ότι δεν αποφασίστηκε τελικά πλήρης αναμόρφωση του σχεδίου της πόλης: Παρά τις φιλόδοξες προτάσεις που υποβλήθηκαν (με σημαντικότερη εκείνη του Τζον Έβελιν) για ένα χάραξη ενός δικτύου πλατειών και κεντρικών λεωφόρων, στο τέλος διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό η ρυμοτομία πριν την πυρκαγιά.

Ωστόσο, και αυτό ήταν το σημαντικότερο, τα νέα κτίρια κατασκευάστηκαν με τούβλο και πέτρα (αντί για ξύλο, που ήταν ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην έκταση της καταστροφής) και με σημαντικά βελτιωμένες υποδομές που άλλαξαν τα δεδομένα ειδικά στο καίριο ζήτημα της υγιεινής των κατοίκων.