Οι περιπτώσεις σοβαρά παραμορφωμένων ανθρώπων που αποκτούν νέο πρόσωπο έπειτα από εκτεταμένη μεταμόσχευση, προσελκύουν πάντοτε τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά ποια είναι η έκβασή τους;

Τις πρώτες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα δίνει μία νέα μελέτη στην οποία εξετάστηκαν οι περιπτώσεις επτά ανθρώπων που χειρουργήθηκαν την περίοδο 2000-2009.

Όπως γράφουν γάλλοι επιστήμονες στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet»,την τελευταία δεκαετία έχουν γίνουν λιγότερες από 40 μεταμοσχεύσεις προσώπου σε όλο τον κόσμο.

«Δεδομένου ότι ο ολικός αριθμός των μεταμοσχεύσεων προσώπου είναι τόσο μικρός, η ανάλυση επτά περιστατικών είναι σχετικά μεγάλη», δήλωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reutersο επικεφαλής ερευνητής δρ Λωρέν Λαντιερί, καθηγητής και διευθυντής του Τμήματος Επανορθωτικής & Αισθητικής Χειρουργικής του Ευρωπαϊκού Νοσοκομείου Ζωρζ Πομπιντού, στο Παρίσι.

Οι τέσσερις από τους επτά ασθενείς της μελέτης είχαν αυτοτραυματιστεί στο πρόσωπο με όπλο, ο ένας είχε εκτεταμένα εγκαύματα και οι δύο είχαν κληρονομικούς όγκους.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν την πορεία της υγείας τους επί έως και 9 χρόνια,στη διάρκεια των οποίων οι δύο έχασαν τη ζωή τους (ο πρώτος από απόρριψη του μοσχεύματος και σοβαρή μόλυνση 65 μέρες μετά τη μεταμόσχευση και ο άλλος από αυτοκτονία 3,4 χρόνια μετά την μεταμόσχευση).

Όλοι οι ασθενείς έπαιρναν εξ αρχής υψηλές δόσεις ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων τις οποίες δεν σταμάτησαν επειδή είχαν επαναλαμβανόμενα επεισόδια επαπειλούμενης απόρριψης.

Κανένας τους δεν εκδήλωσε διαβήτη, που είναι μία συνηθισμένη ανεπιθύμητη ενέργεια των στεροειδών, αλλά τρεις παρουσίασαν υπέρταση και όλοι έχουν εμφανώς μειωμένη νεφρική λειτουργία.

Οι βελτιώσεις στην ποιότητα της ζωής ή στην κοινωνικότητά τους παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις από ασθενή σε ασθενή, οι οποίες ως φαίνεται σχετίζονται με την ποιότητα της ζωής τους πριν από την επέμβαση καθώς και τα ψυχικά τραύματα που είχαν λόγω της κατάστασής τους.

Στην πραγματικότητα, η ψυχική υγεία αποτελεί σημαντικό προάγγελο επιτυχίας ή αποτυχίας της μεταμόσχευσης προσώπου και γι’ αυτό οι δέκτες των μοσχευμάτων πρέπει να επιλέγονται με τη μέγιστη δυνατή προσοχή, τονίζουν σε σχόλιό τους που συνοδεύει τη νέα μελέτη οι δρες Τζ. Ροντρίγο Ντιάζ-Σίσο και Εδουάρδο Ντ. Ροντρίγκεζ από το Ιατρικό Κέντρο Langone του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, όπου επίσης γίνονται μεταμοσχεύσεις προσώπου.

Ζωτικής σημασίας, εξ άλλου, είναι η ανοσολογική συμβατότητα μεταξύ δότη και δέκτη.

«Η μεταμόσχευση προσώπου απαιτεί μακροχρόνια συμμόρφωση σε εντατική φαρμακευτική αγωγή με ανοσοκατασταλτικά και γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να επιλέγονται ασθενείς που μπορούν να δεσμευθούν ότι θα την τηρήσουν», δήλωσε ο δρ Ροντρίγκεζ.

«Πρέπει επίσης να έχουν ισχυρό υποστηρικτικό κοινωνικό ιστό που θα τους βοηθεί στη συμμόρφωση και θα κατανοεί τις δυνητικές ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών».

Οι τρεις ειδικοί παραδέχονται ότι τα έως τώρα μακροπρόθεσμα στοιχεία δεν απαντούν σε ένα ερώτημα: πρέπει να συνεχιστούν οι μεταμοσχεύσεις προσώπου;

«Οι μεταμοσχεύσεις προσώπου προορίζονται για ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν άλλες επιλογές και αντιμετωπίζουν τρομακτικούς κινδύνους για να βελτιώσουν την βασική ποιότητα της ζωής τους, σε αντίθεση με την εικόνα που προβάλλουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης», είπε ο δρ Λαντιερί, ο οποίος είναι ο χειρουργός που πραγματοποίησε την πρώτη ολική μεταμόσχευση προσώπου στον κόσμο το 2010.

«Αυτού του είδους οι μεταμοσχεύσεις είναι κατάλληλες για επιλεγμένη υποομάδα ασθενών, στους οποίους η κλασική πλαστική χειρουργική δεν μπορεί πια να προσφέρει τίποτα και οι οποίοι δεν έχουν ανακτήσει τη λειτουργικότητά τους παρά τις επεμβάσεις», συνηγόρησε ο δρ Ροντρίγκεζ.

«Οι ασθενείς που θα χειρουργηθούν πρέπει επίσης να καταλαβαίνουν τους κινδύνους από αυτού του είδους τις επεμβάσεις και από την μακροχρόνια χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων».