Ενα πασίγνωστο καφέ της Θεσσαλονίκης, ο Τόττης, για πολλά χρόνια είχε το διαφημιστικό σλόγκαν «Τόττης, ποιότης». Αν οι καφέδες ήταν καραβίσιοι, αν τα γαλακτομπούρεκα ήταν προχθεσινά, ο Τόττης θα διέψευδε το σύνθημά του. Αλλά η ποιότης στο καφενείο επαληθεύεται εύκολα –αν δεν τρωγόταν το γαλακτομπούρεκο, ο Τόττης δεν θα γινόταν σήμα κατατεθέν της ωραίας αστικής Θεσσαλονίκης.

Την ποιότητα επικαλείται και ο υπουργός Νίκος Παππάς, ο οποίος μάλωσε τους «προσωρινούς υπερθεματιστές» (όπως πρόλαβε να βαφτίσει τους νικητές της δημοπρασίας για τα κανάλια η επίσημη μιντιακή σλανγκ) διότι έχουν ευθύνη για την ποιότητα του τηλεοπτικού προϊόντος που θα προσφέρουν στον λαό. Ποιότητα και ξερό ψωμί, ρε φίλε, αυτά μας λείπουν.

Σε μια ραδιοτηλοψία όπου κακοποιείται καθημερινά το αυτονόητο, η γλώσσα, ο υπουργός κάνει συστάσεις τύπου «πιάσ’ το αβγό και κούρευ’ το». Μας κοροϊδεύει; Εχει ακούσει τους συντρόφους του να προσπαθούν να αρθρώσουν ελληνικά; Εχει ακούσει έστω τον εαυτό του να μιλάει –αντί να αυτοθαυμάζεται στον καθρέφτη;

Τα τελευταία χρόνια, στο όνομα της διανόησης, το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ έχει παραδώσει μεγάλο μέρος του προγράμματος σε διάφορους σοφολογιότατους. Τολμήστε να ακούσετε τις «ποιοτικές» αυτές ζώνες –και θα αρχίσετε να μετράτε τους νέους νεκρούς της ΕΡΤ. Ο υπουργός ζήτησε ακόμα εκπομπές για το βιβλίο, ταινίες, ντοκιμαντέρ. Αν το είδος προϋπέθετε την ποιότητα, θα ψάχναμε λίγο βούρκο για να κυλιστούμε και δεν θα βρίσκαμε.

Στο βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς «The noise of time» (ελλ. τίτλος: «Ο αχός της εποχής») περιγράφεται πώς ο Σοστακόβιτς μπήκε στην μπούκα του Στάλιν, επειδή ο Πατερούλης άκουσε μια φορά τη μουσική του και φρίκαρε. Στο όνομα του κυνηγιού της θεωρούμενης παρηκμασμένης τέχνης, το καθεστώς κυνηγούσε ό,τι ξέφευγε από τη νόρμα του. Ο Νίκος Παππάς, της Δρακογενιάς, μάλλον δεν ξέρει μουσική. Αλλά, όπως κάθε καθεστωτικός εξουσιαστής, έχει στόχο. Και ξέρει να του δίνει όνομα: ποιότητα. Είναι κάτι γενικό, αλλά είναι και κάτι σκοτεινό και δυσοίωνο.