Το μαγαζί είναι μπακάλικο. Από τα μεταμοντέρνα που τυλίγουν τα προϊόντα τους σε λαδόκολλες καταναλωτικής νοσταλγίας και επενδύουν σε ασπρόμαυρες κινηματογραφικές μνήμες αναπτύσσοντας ένα είδος επιχειρηματικότητας που, συχνά, εξαντλείται στην ιδέα. Ωστόσο το συγκεκριμένο είναι από τα καλά. Στο μπροστινό μέρος λειτουργεί ένα φαστ φουντ α λα ελληνικά, με σάντουιτς και σαλάτες που στην περιγραφή των συστατικών τους αναφέρεται λεπτομερώς ο τόπος προέλευσής τους λες κι εγώ (που δεν έχω πάει πάνω από τη Λάρισα) έχω τσακωθεί με τις γαλοπούλες Καρδίτσας γι’ αυτό και θα ενδώσω στις εκ Κοζάνης ορμώμενες.

Περιμένοντας προχθές να φτιάξουν τη σαλάτα μου, μπήκε ένας πελάτης και ζήτησε κάποιο σάντουιτς αλλά παρακάλεσε, για λόγους αλλεργίας, να αντικαταστήσουν το αλλαντικό με κάποιο παραπλήσιο. Ο παρασκευαστής όμως ήταν ανένδοτος. «Δεν γίνεται. Μπορούμε να το αφαιρέσουμε αλλά όχι να το αντικαταστήσουμε». Δεν κρατήθηκα να μη ρωτήσω τον λόγο. «Το απαγορεύει ο σεφ. Για να μην αλλοιωθεί η ισορροπία της γεύσης». Του επισήμανα ότι θα αλλοιωνόταν ούτως ή άλλως αν το αφαιρούσε, αλλά φαίνεται ότι η εντολή του σεφ είναι εκεί μέσα θέσφατο. Σιγά ρε φίλε σεφ –που δεν ξέρω και ποιος είσαι –μην ταραχθούν οι μορταδέλες. Ιδέες για σάντουιτς έδωσες, δεν ανακάλυψες την πυρίτιδα. Θα πείτε, εδώ ο κόσμος καίγεται κι εγώ ασχολούμαι με αλλαντικά; Βλέποντας όμως τον πελάτη να υποτάσσεται ευλαβικά στον ιερό νόμο της μορταδέλας διαπίστωσα, άλλη μία φορά, ότι η επιβολή του ασήμαντου ως σημαντικού είναι απλώς θέμα στόμφου. Και όταν ο στόμφος σε ψαρώνει στα σάντουιτς, σιγά μη δεν σε ψαρώσει στην πολιτική.