Συμφωνία για τη Συρία ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα δεν υπήρξε στη Σύνοδο Κορυφής του G20 παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες. Αλλά και να υπήρξε, το «έλλειμμα εμπιστοσύνης» ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες, στο οποίο αναφέρθηκε ανοικτά ο Μπαράκ Ομπάμα, ανοίγει την πόρτα σε ένα ερώτημα: μήπως ζούμε ένα είδος αναβίωσης του Ψυχρού Πολέμου; Η πρώτη ύλη του ερωτήματος δεν βρίσκεται μόνο στη Συρία όπου η Ρωσία στηρίζει με κάθε μέσο τον Μπασάρ αλ Ασαντ, ενώ οι ΗΠΑ δεν βλέπουν μέλλον για τη χώρα με τον δικτάτορα στη θέση του. Βρίσκεται και στις κυβερνοεπιθέσεις που υποτίθεται ότι εξαπολύονται από ρώσους χάκερ και απειλούν το αδιάβλητο της διαδικασίας των προεδρικών εκλογών.

Ασφαλώς, οι σχέσεις των δύο χωρών δεν έχουν καλυφθεί από τον πάγο της εποχής του Τζον Κένεντι και του Νικίτα Χρουστσόφ ή του Τζίμι Κάρτερ και του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ουάσιγκτον και Μόσχα εξακολουθούν να συνεργάζονται σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων είναι και το Διάστημα. Η NASA, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τις ρωσικές βάσεις εκτόξευσης για να θέσει σε τροχιά τους αμερικανικούς δορυφόρους. Σε άλλα πεδία όμως οι προστριβές είναι πολύ έντονες. Και στα Ηνωμένα Εθνη η συνεργασία Αμερικανών και Ρώσων δεν είναι ίδια με εκείνη πριν από μερικά χρόνια.

Είναι μια εικόνα που αποτυπώθηκε και στο G20 της Κίνας. Ομπάμα και Πούτιν συναντώνται τέσσερις φορές τον χρόνο στις διάφορες συνόδους κορυφής. Οπως όμως σημειώνει η «Ρεπούμπλικα», δεν «βρήκαν» ποτέ ο ένας τον άλλον. Προχθές στην Κίνα οι δύο ηγέτες θύμισαν τους εαυτούς τους στη συνέντευξη Τύπου που είχαν παραχωρήσει στο G20 της Αγίας Πετρούπολης το 2013: ο ρώσος πρόεδρος δεν κοίταξε ούτε μια φορά προς την πλευρά του αμερικανού ομολόγου του· την ώρα που εκείνος μιλούσε, προτιμούσε να κοιτάζει το πάτωμα. Η σχέση τους, παρατηρούν οι αναλυτές, δεν έχει ίχνος χημείας. Αντίθετα, έχει πολλή δυσπιστία, αντιπάθεια, ακόμη και αμοιβαία περιφρόνηση. Και μπόλικη καχυποψία: ο Πούτιν υποψιαζόταν πάντα ότι η Ουάσιγκτον θα έκανε τα πάντα για να ενισχύσει μια «χρωματιστή επανάσταση» στη Ρωσία.

Στο G20 της Κίνας η εικόνα ήταν περίπου η ίδια. Ο Ομπάμα στεκόταν σιωπηλός στο περιθώριο των εργασιών, ενώ ο Πούτιν φλυαρούσε με τον τούρκο πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος μοιάζει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη Δύση. Από την αμερικανική αντιπροσωπεία δεν πέρασε απαρατήρητη η στήριξη της Ρωσίας στην Κίνα στο θέμα των διαφιλονικούμενων νησιών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Ουάσιγκτον βλέπει πίσω από αυτή τη στήριξη τη δημιουργία νέων αντιαμερικανικών συμμαχιών γύρω από το σινορωσικό δίπολο. Η καχυποψία επομένως είναι αμφίδρομη. Και ο Βλαντίμιρ Πούτιν κάθε άλλο παρά προσπαθεί να τη διαλύσει. «Οι σχέσεις με την Αμερική δεν είναι φυσιολογικές» δήλωσε στο G20. Και πώς μπορεί να γίνουν φυσιολογικές; «Το πρώτο βήμα είναι η άρση των κυρώσεων» απαντάει ο ρώσος πρόεδρος.

Η υποψία ότι η Μόσχα παρεμβαίνει στην προεκλογική εκστρατεία που διεξάγεται ενόψει των προεδρικών εκλογών κάνει τα πράγματα χειρότερα. Αν αληθεύει, είναι μια παρέμβαση χωρίς προηγούμενο: οι χάκερ χτύπησαν τους υπολογιστές της εκλογικής επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος, τους εκλογικούς καταλόγους ολόκληρων πολιτειών όπως είναι το Ιλινόι, την ηλεκτρονική αλληλογραφία της Χίλαρι Κλίντον όταν η υποψήφια των Δημοκρατικών ήταν υπουργός Εξωτερικών. Η βαρύτητα του χτυπήματος για την Αμερική έγινε εμφανής στην αναφορά που έκανε από το G20 της Κίνας ο Μπαράκ Ομπάμα. Στην τελική συνέντευξη Τύπου ο αμερικανός πρόεδρος αναφέρθηκε στις επιθέσεις των ρώσων χάκερ, δηλώνοντας ότι «βρίσκονται σε εξέλιξη στοχευμένες έρευνες». Στις έρευνες αυτές συμμετέχει το FBI αλλά και άλλες υπηρεσίες ασφαλείας του αμερικανικού κράτους. Ενα από τα σενάρια που επεξεργάζεται η Ουάσιγκτον –και στο οποίο εμπλέκεται και ο Τζούλιαν Ασάνζ των Wikileaks σε ρόλο «ταχυδρόμου» των ρωσικών υποκλοπών –είναι ότι η Μόσχα έχει καταστρώσει ένα κανονικό σχέδιο για να προκαλέσει πρόβλημα στην ομαλή διεξαγωγή των αμερικανικών εκλογών. Οχι απαραίτητα για να νικήσει ο Ντόναλντ Τραμπ (αν και τα καλά αισθήματα ανάμεσα στον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών και το Κρεμλίνο δεν κρύβονται), αλλά για να σπείρει το χάος. Ενας από τους υποτιθέμενους στόχους του σχεδίου είναι να αποδειχθεί ότι η αμερικανική δημοκρατία δεν είναι ένα μοντέλο προς εξαγωγή. Η Ουάσιγκτον ανησυχεί επίσης ότι οι κυβερνοεπιθέσεις των ρώσων χάκερ μπορεί να είναι μόνο η αρχή μιας σειράς από χτυπήματα. Κι ο Πούτιν, μολονότι αρνείται κατηγορηματικά την εμπλοκή των ρωσικών υπηρεσιών, υποδαυλίζει αυτήν την ανησυχία δηλώνοντας ότι δεν έχει καμία σημασία ποιος και πώς απέκτησε αυτό το υλικό. «Οποιος και να το έκανε, υπηρέτησε το δημόσιο συμφέρον».

Ιδού λοιπόν γιατί ο Μπαράκ Ομπάμα έκρουσε από το G20 τον κώδωνα του κινδύνου μιλώντας για «κούρσα κυβερνοεξοπλισμών». Οπως είπε, «υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθεί στον κυβερνοχώρο η κλιμάκωση που ζήσαμε στο παρελθόν με την κούρσα των εξοπλισμών». Ηταν μια διαπίστωση που συνοδεύτηκε από μια απειλητική προειδοποίηση: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες», είπε ο αμερικανός πρόεδρος, «είναι πιο ισχυρές από οποιονδήποτε άλλο και στον κυβερνοχώρο. Τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση».