Παγκοσμίως η μόνη αυθεντική ανάγνωση των φωτογραφιών γίνεται από τους ποιητές. περιληπτικά στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως φωτογράφους και ιστορικούσ της φωτογραφίας τον ΓΙώργο Σεφέρη, τον Νίκο Δήμου, τον Μάνο Ελευθερίου. Και ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής με την ανάγνωση της σημερινής φωτογραφίας αποδεικνύει πως η ποίηση ακόμη και τα πιο προκλητικά θέματα τα μεταβάλλει σε στοχαστικό περίπατο.

1. Τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να θυμάμαι αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία της αυστραλιανής ομάδας ποδοσφαίρου από το μακρινό πια 2000; Πώς και γιατί εντυπώνονται κάποιες εικόνες στη μνήμη μας; Κοιτάζω τα κορίτσια της φωτογραφίας: σώματα καλοκαμωμένα, γυμνασμένα, επιθυμητά, αποπνέουν πάνω απ’ όλα φρεσκάδα. Υπάρχει στη φωτογραφία ένα ξεχείλισμα ζωής, μια υποσχετική ευτυχίας –να ‘ναι άραγε γι’ αυτό που τη θυμάμαι; –ένας θρίαμβος της παρούσας στιγμής που δεν γνωρίζει αύριο· σαν να ‘χει για ένα λεπτό χαθεί κάθε θλίψη από τη θνητότητα και την προσωρινότητα της σάρκας. Η δόξα των εκτεθειμένων σωμάτων εξυμνεί την κορυφαία στιγμή της νιότης, προσφέροντάς μας μια ψευδαίσθηση αιωνιότητας. Τα ζηλεύουμε κατά κάποιον τρόπο αυτά τα σώματα και το μυστήριό τους –μου ‘ρχεται αίφνης στο μυαλό μια άλλη μυθοποιητική καταγραφή της νεότητας: «Τα παιδιά με τα κλωνάρια» του Αγγελου Τερζάκη.

Εκείνα τα παιδιά, βέβαια, ποτέ δεν θα φωτογραφίζονταν γυμνά –ο τρόπος της σωματικής μας ύπαρξης εξαρτάται πάντοτε από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουμε. Και ναι, τα κορίτσια της φωτογραφίας προέρχονται μεν από μια εποχή στην οποία το γυμνό δεν προκαλεί πια πολιτισμική αμηχανία (τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο) αλλά, πάλι, αν η φωτογραφία αυτή έβγαινε σήμερα θα ήταν μάλλον διαφορετική: οι κοπέλες θα έδειχναν πιο άνετες με τον φακό, ίσως και πιο ναρκισσευόμενες, ενώ σίγουρα τα σώματά τους θα ήταν κατάστικτα από τατουάζ. Κάποτε θα πρέπει να γραφτεί μια νέα ιστορία των σωμάτων…

2. Ας επανέλθω όμως. Τι είναι αυτό τελικά που με συγκινεί τόσο στη συγκεκριμένη φωτογραφία ώστε να τη θυμάμαι; Ισως, λοιπόν, να μην είναι τα ωραία σώματα, αλλά τα ίδια τα πρόσωπα, άλλωστε πρόσωπα ερωτευόμαστε πάντοτε όχι κορμιά.

Ξανακοιτάζω την εικόνα: πρόκειται σαφώς για γυναίκες της διπλανής πόρτας (από τότε που προβλήθηκε η ομώνυμη ταινία του Τριφό, η φράση μάς στοιχειώνει), όχι για εξοικειωμένα με τον φακό μοντέλα. Πίσω από τα ευδιάθετα πρόσωπα και τα χαμόγελα διακρίνεται καθαρά η αμηχανία τους, μια συγκινητική θα έλεγε κανείς συστολή που μετριάζεται μόνο από την οικειότητα που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους ως συμπαίκτριες. Στα μάτια των νεαρών κοριτσιών βλέπουμε το ερώτημα κάθε φυσιολογικού ανθρώπου που βρίσκεται άθελά του μπλεγμένος σε μια υπόθεση έξω από τα μέτρα του κι αναρωτιέται «μα τι κάνω εγώ εδώ» ή «πώς έμπλεξα έτσι». Είναι γυναίκες προσιτές, καμία σχέση με τις φανταχτερές καλλονές των ιλουστρασιόν εξωφύλλων –και πολύ περισσότερο, καμία σχέση με την υπερβολή τους, τις εξεζητημένες, ερωτικές αφέντρες του Helmut Newton. Εδώ δεν υπάρχει πρόκληση, η φωτογραφία εύκολα σού επιτρέπει να φανταστείς και τη μοιραία επερχόμενη φθορά αυτών των σωμάτων: τις ρυτίδες, την κυτταρίτιδα, τα περιττά κιλά που μας φορτώνει το πέρασμα του χρόνου. (Πόσο ενδιαφέρον θα είχε, μπαίνω στον πειρασμό να σκεφθώ, αν τις φωτογραφίζαμε ανά δεκαετία στην ίδια ακριβώς πόζα. Σε τι γόνιμους υπαρξιακούς προβληματισμούς θα παρασυρόμασταν, αναστοχαζόμενοι αυτή την καταγραφή. Αλλά μετά από δεύτερες σκέψεις, αποσύρω αυτή την πρόταση που καταστρέφει τον μύθο της φωτογραφίας μου. Ας μείνουν έτσι, νέες και όμορφες για πάντα, οι αυστραλιανές μου αθλήτριες).

Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της επελαύνουσας φθαρτότητας που μπορούμε να φανταστούμε, τα κορίτσια της φωτογραφίας δεν μπορούν να αναδειχθούν σε αποστόλους του ερωτικού μας πολιτισμού. Ο ερωτισμός που εκπέμπουν είναι σχεδόν άδολος. Σχεδόν εφηβικός. Θαυμάζουμε τα προσηνή πρόσωπα και τα σώματά τους και όχι τη σάρκα τους που παραπέμπει στον αισθησιασμό, στα πιο ζωώδη μας ένστικτα· στα σώματα – σφαχτά του Francis Bacon. Εδώ δεν υπάρχει χυδαιότητα.

Και αίφνης η μνήμη μου ανασύρει μια παρατήρηση του Roland Barthes για τις φωτογραφίες τοπίων –ότι δεν πρέπει να μας δείχνουν τους τόπους απλώς σαν επισκέψιμους, αλλά ως κατοικήσιμους. Ανάλογα και τα κορίτσια της φωτογραφίας είναι κατοικήσιμα και γι’ αυτό αποδεικνύονται συνάμα και τόσο ερωτεύσιμα.

3. Με μια γρήγορη αναζήτηση στο Διαδίκτυο βρήκα πως η φωτογραφία αυτή προέρχεται από ημερολόγιο που κυκλοφόρησε ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ. Τα 30.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης αποδείχτηκαν λίγα αφού εξαντλήθηκαν μέσα σε 48 ώρες, οπότε το τιράζ με την επανέκδοση ανέβηκε στα 70.000 κομμάτια. Φαίνεται πως η συγκεκριμένη φωτογραφία και άλλες του ημερολογίου που δεν γνωρίζω και μάλλον δεν θα τις δω ποτέ για να ανατρέψουν την εξιδανικευμένη μου εικόνα των κοριτσιών συγκίνησαν πολλούς.

Η εποχή μας έχει μάτι ηδονοθηρικό. Ισως επειδή έχει αδειάσει ο ουρανός και έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο ανατριχιαστικά τρωτοί είμαστε μες στη ζωή, προτιμάμε να καλύπτουμε τη μεταφυσική απουσία με μύθους ενθαδικούς. Εξαιτίας των σωμάτων όλες οι αξίες μας έχουν υπόσταση υλική. Η ίδια η πολιτική δεν είναι κάτι άλλο από τέχνη διάσωσης των σωμάτων –γι’ αυτό και σήμερα, σε καιρούς παρατεταμένης κρίσης, δυσφορούμε με τους πολιτικούς, επειδή ενδιαφέρονται μόνο για τη διάσωση του εαυτού τους. Και παρότι ο Jean-Jacques Pauvert έχει διαπιστώσει πως η χρήση του ερωτισμού στη λογοτεχνία έχει χάσει πια την ανατρεπτική της δύναμη, το σώμα-θέαμα, το θεατρικά δηλαδή στημένο σώμα, πάντα προκαλεί την προσοχή και το ενδιαφέρον μας.

Κατοικούμε σώματα (από εδώ προκύπτει και η εν μέρει πλατωνική έννοια του μετα-ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να μεταμορφώνει αενάως το σώμα του γιατί σημασία γι’ αυτόν έχει κυρίως ο νους που το κατοικεί και η αυτοεικόνα του) και καταναλώνουμε σώματα. Και τα κορίτσια της φωτογραφίας, συνειδητά ή αθέλητα, έγιναν καταναλώσιμα σώματα, είδος εμπορικά εκμεταλλεύσιμο –άλλωστε, πώς αλλιώς θα τις γνωρίζαμε;

Κι εδώ μου αποκαλύπτεται αίφνης και κάτι ακόμα για τη φύση της φωτογραφίας: έγραφα ώς τώρα φαντασιωνόμενος ότι η συγκεκριμένη εικόνα υπήρχε μόνο για μένα, ότι προοριζόταν για τα δικά μου μάτια και μόνο, κι ότι οι άλλοι τουλάχιστον 70.000 θεατές της (που μόλις δεκαέξι χρόνια μετά πληροφορήθηκα έκπληκτος την ύπαρξή τους) ήταν άνευ σημασίας. Και πράγματι ήταν. Εκείνη η στιγμή του νεανικού θριάμβου τους, μια στιγμή που ίσως κράτησε μόνο όσο το κλικ του αόρατου φωτογράφου, παραμένει ανέπαφη στη μνήμη μου, σώα, παρά τις χιλιάδες εικόνες που μας κατακλύζουν καθημερινά. Αρα, ναι, αυτή η εικόνα προοριζόταν εντέλει αποκλειστικά για μένα.