«Εκεί όπου δεν θα έψαχνε κανείς». Εκεί κρύφτηκε για δύο εβδομάδες, τον Μάιο του 2013, ο Εντουαρντ Σνόουντεν, ο πιο καταζητούμενος άνθρωπος στον κόσμο.

Είχε διαφύγει από τη Χαβάη στο Χονγκ Κονγκ και από εκεί ενημέρωσε όλο τον πλανήτη για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα παρακολούθησης πολιτών στην Ιστορία. Αρχικά βρισκόταν στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, όμως έπειτα, έχοντας στο κατόπι του τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, έπρεπε κάπου να κρυφτεί.

Για τις επόμενες δύο εβδομάδες χάθηκε από προσώπου γης. Κρύφτηκε, μάθαμε μόλις προχθές, εκεί όπου κανείς δεν θα σκεφτόταν να τον αναζητήσει: στις παράγκες όπου ζούσαν μετανάστες και πρόσφυγες, «εκεί όπου τα ρούχα απλώνονται σε συρματοπλέγματα, δίπλα στα σκουπίδια, μέσα σε μια ανυπόφορη ζέστη». Εκεί, δηλαδή, όπου κανείς δεν θα σκεφτόταν να τον ψάξει, εκεί όπου κανείς δεν αναζητά κάτι. Ανάμεσα στους πρόσφυγες.

Πολλά χιλιόμετρα μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Ισλανδία, μια συγγραφέας έψαξε. Η Μπρίντις Μπγιορβκβισντοτίρ έγραψε μια επιστολή στην υπουργό Πρόνοιας της χώρας της. Την πληροφορούσε ότι γνώριζε κάποιον που ήθελε να φιλοξενήσει μια πενταμελή οικογένεια Σύρων και ζητούσε να εκδοθούν άδειες παραμονής και εργασίας ώστε εκείνη να πληρώσει τα αεροπορικά τους εισιτήρια και να τους βοηθήσει να ενταχθούν στην κοινωνία. «Είναι οι μελλοντικοί μας σύζυγοι, οι κολλητοί μας, ένας ντράμερ για το συγκρότημα των παιδιών μας, ένας συνάδελφος, η Μις Ισλανδία 2022, ο ξυλουργός που επιτέλους θα τελειώσει την κουζίνα, ο μάγειρος στο εστιατόριο, ένας πυροσβέστης, η παρουσιάστρια μιας τηλεοπτικής εκπομπής» έγραψε στο κείμενο που έγινε viral στο facebook. «Είναι άνθρωποι για τους οποίους δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πούμε στο μέλλον: η ζωή σου αξίζει λιγότερο από τη δική μου».

Μετά τη συζήτηση που προκάλεσε αυτή η έκκληση, 11.000 Ισλανδοί προσφέρθηκαν να ανοίξουν τα σπίτια τους σε σύρους πρόσφυγες –τη στιγμή που η κυβέρνηση του Ρέικιαβικ είχε συμφωνήσει να δέχεται μόνο 150 πρόσφυγες ετησίως.

Αξίζει να ψάξουμε λοιπόν. Γιατί στους πρόσφυγες που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας υπάρχουν οι επόμενοι μαθητές των σχολείων και οι επόμενοι δάσκαλοι, οι εργάτες γης και οι επιστήμονες, καλλιτέχνες που θα ποτίσουν με το άρωμα της Ανατολής τα νέα μας τραγούδια και εκείνοι με τους οποίους θα ανταλλάξουμε «καλημέρα» το πρωί στη γειτονιά.

Οι αντιδράσεις των κατοίκων στις περιοχές σε όλη τη χώρα όπου θα μετεγκατασταθούν οι πρόσφυγες που βρίσκονται ακόμα στα νησιά είναι ποικίλες. Δεν λείπουν εκείνοι που ανησυχούν και διαμαρτύρονται. «Ομως των προσφύγων οι κοινότητες δεν θα φτιάξουν μόνο άλλους γαλαξίες, αλλά θα εμπλουτίσουν τον δικό μας με τη δίψα των ανθρώπων που φεύγουν από τον θάνατο αναζητώντας τη ζωή».

Στον Λίβανο, μπαλκόνια και ταράτσες της Βηρυτού μετατρέπονται σε εύφορο έδαφος όπου ριζώνουν φυτά και άνθρωποι. Τα καφάσια λειτουργούν κάθετα ως στηρίγματα για τα μεγάλα πλαστικά μπουκάλια που λειτουργούν ως γλάστρες. Οι μυρωδιές είναι έντονες: μέντα, βασιλικός, ντομάτες, θυμάρι, πιπεριές, μαϊντανός και φράουλες μεγαλώνουν σε αυτοσχέδιους κήπους.

Οικογένειες που ήρθαν από το Χαλέπι ή τη Δαμασκό φυτεύουν σπόρους που θα τους δώσουν τροφή και έρχονται και πάλι σε επαφή με τη φύση. Φροντίζουν με τα χέρια τους την καθημερινότητά τους και δημιουργούν ταυτόχρονα καταφύγια ηρεμίας. Λωρίδες πρασίνου γεμάτες ζωή και ελπίδα. Πιο βόρεια, Σουηδοί και Νορβηγοί εντάσσουν πρόσφυγες στις τοπικές ομάδες ποδοσφαίρου, κάνοντάς τους έτσι πολύ πιο εύκολα μέλη της κοινής ζωής.

Υπάρχουν πολλά μικρά πράγματα που μπορεί να γίνουν. Φυσικά, υπάρχουν και τα μεγάλα. Ποιος όμως δεν θέλει κοινότητες που να επιθυμούν τον εμπλουτισμό τους, γειτονιές όπου θα ακουστούν κι άλλα γέλια παιδιών, γήπεδα όπου το γκολ θα πανηγυρίζεται σε διάφορες γλώσσες, κουζίνες όπου θα αναμειγνύονται συνταγές γιαγιάδων που έζησαν σε διαφορετικούς τόπους;

Είναι πολλά που μπορούν να γίνουν. Αρκεί να ξέρουμε ότι αξίζει να ψάξουμε.