Δεν γνωρίζω αν υπάρχει στατιστική για τον πληθάριθμο των γυναικείων και των ανδρικών θεατρικών ρόλων. Εκείνο που μπορώ να εκτιμήσω είναι πως ο πρώτος ρόλος στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου είναι γυναικείος. Η Aτοσσα, η γυναίκα βασίλισσα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη στους «Πέρσες» του Αισχύλου. Εκείνο πάλι που είναι εκπληκτικό είναι το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικείων θεατρικών ρόλων – χαρακτήρων είναι γραμμένη από άνδρες!

Oλες οι «Μήδειες», από τον Ευριπίδη έως τον Μπoστ και το λιμπρέτο και τη μουσική της όπερας του Κερουμπίνι, από άνδρες γράφτηκαν. Εξάλλου, γυναίκες θεατρικές συγγραφείς μετράμε στα δάχτυλα του ενός χεριού έως το τέλος του δεύτερου Μεγάλου Πολέμου. Και καμία από εκείνες τις λίγες 2.500 χρόνων γυναίκες θεατρικές συγγραφείς δεν μας άφησε μια αξιοσημείωτη γυναικεία περσόνα!

Τα τελευταία χρόνια έχουμε αξιόλογες γυναικείες φωνές σε θεατρικά κείμενα. Ανάμεσά τους και μια ενδιαφέρουσα πινακοθήκη γυναικείων ρόλων γραμμένων από γυναίκες. Εξάλλου, αναμενόμενο. Το ζητούμενο είναι πάντως οι γυναικείοι ρόλοι που γράφτηκαν από άνδρες, από τις Κλυταιμνήστρες, τις Ηλέκτρες, τις Αντιγόνες έως τις Κλεοπάτρες, τις Λαίδες Μάκβεθ, τις Γκάμπλερ, τις Νίνες και τις Ερσίλιες Ντρέι, τις Τρισεύγενες, τις Στέλλες Βιολάντη και τις Λυσιστράτες και τις Βασίλισσες Αμαλίες!.. Αν κάποτε κάτι μου είχε κάνει αποκαλυπτική εντύπωση είναι το γεγονός πως όλος ο κατάλογος των φροϊδικών ασθενών που καταγράφονται να έχουν περάσει από το ντιβάνι του είναι γυναίκες! Και ένας – δυο αμφίφυλοι!

Οι σκέψεις αυτές οφείλονται στο διαπιστωμένο, πλέον, δεδομένο πως τα τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί τα έργα, κυρίως οι μονόλογοι, όπου άνδρες ή γυναίκες μιλούν για γυναίκες, συζύγους, μητέρες, θυγατέρες, ερωμένες, φόνισσες, άγιες, στρίγκλες, αγγέλους, υστερικές και θυσιαζόμενες. Το φαινόμενο εξηγείται με μια πληθώρα πηγών κυρίως ιστορικών, κοινωνιολογικών, ιδεολογικών, ψυχαναλυτικών που προσεγγίζουν το μυστήριο – γυναίκα, αυτό το ακένωτο φρέαρ κινήτρων, αντιδράσεων, προθέσεων, αιτίων, συνειδητών και ασύνειδων πράξεων που συσσωρευμένες καθιστούν τον γυναικείο ψυχισμό δυσπρόσιτο, ανεξιχνίαστο, σκοτεινό, ηφαιστειώδη, σεισμικό, κοχλάζοντα, πυρίκαυστο και όχι σπάνια βορβορώδη και λάμποντα ή και όλα αυτά μαζί!..

ΣΤΗΝ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑ. Βρέθηκα στην Ερμιονίδα (Κρανίδι, Ερμιόνη, Πόρτο Χέλι, Κόστα, Δίδυμα, Ηλιόκαστρο) δυσμενώς «εξόριστος» φιλόλογος από τη χούντα το 1967. Και πενήντα χρόνια μετά οι μαθητές μου δεν με ξέχασαν. Ως αντίδωρο για τη χαρά της συνεχούς επικοινωνίας είχα την ιδέα να οργανωθούν σ’ έναν αξαίσιο χώρο ανοιχτού και κλειστού θεάτρου που χορήγησε αφιλοκερδώς η αξιολάτρευτη Ολλανδέζα Μαράικε ντε Κόνινγκ – Ηλιού, ένα φεστιβάλ κατ’ έτος, το θέρος, μονολόγων με τον γενικό τίτλο «Ερμηνείες στην Ερμιονίδα». Φορείς του θεσμού –και φέτος γιόρτασε τον τρίτο χρόνο του –φανατικοί για θέατρο ερασιτέχνες του Θεατρικού Ομίλου Ερμιονίδας που εμπνέει και καθοδηγεί ένας φωτισμένος Δάσκαλος και μανικός του θεάτρου, ο Δημήτρης Σίδερης, με συνεπίκουρο τον εκπαιδευτικό και θεατράνθρωπο Τάσο Μπλάτζιο. Ενα εξαίσιο μελισσολόι ταμένων ανθρώπων κατόρθωσε και δημιούργησε μια κυψέλη θεατρικού πολιτισμού σε μια έως πρόσφατα στείρα (όπως τόσες άλλες στον τόπο μας) περιοχή.

Πέρυσι οι δέκα μονόλογοι του Φεστιβάλ είχαν θέμα τη γυναίκα –και αποδόθηκαν από δέκα ελληνίδες πρωταγωνίστριες. Φέτος, με άλλο σκεπτικό, υπήρξαν και μονόλογοι με θέμα τη γυναίκα. Η «Λωξάντρα» της Ιορδανίδου, «Η Λέλα Καραγιάννη» του Γ. Χριστοδούλου, «Η Απολυμένη» του Τσιπανίτη για παραστάσεις που έχω γράψει εδώ όταν τις είδα στην Αθήνα και την «Αδαμαντία» του Παναγιώτη Μέντη που είδα στην Ερμιόνη, ως καταληκτήρια φετινή εκδήλωση των «Ερμηνειών»!

Ο Παναγιώτης Μέντης είναι από τις σημαντικότερες φωνές της πρόσφατης δραματουργικής μας φουρνιάς. Βραβευμένος (ο μόνος Ελληνας) με το θεατρικό Οσκαρ του Ιδρύματος Ωνάση, παιγμένος από τον Παπαγεωργίου και την Πρωτοψάλτη στη Στοά, στο Εθνικό Θέατρο, σε δεκάδες παραστάσεις στα ΔΗΠΕΘΕ (είναι και διευθυντής τώρα ΔΗΠΕΘΕ ο ίδιος). Η γραφή του Μέντη έχει πρωτοτυπία και ενώ διευρύνει τη μετακαμπανελλική δραματουργική παράδοση, έχει και έναν τελείως προσωπικό τρόπο να εμβαθύνει στον νεοελληνικό ψυχισμό κυρίως όταν εντοπίζει παθογένειες του μεταπολεμικού, μετεμφυλιακού μας συνδρόμου.

Η «Αδαμαντία» είναι μια ενδεικτική τέτοιου ποιού παθογένεια, αλιευμένη από μια έως τώρα μόνο από τη λογοτεχνία κι όχι από το θέατρο δεξαμενή. Σ’ αυτόν τον τόπο των συνεχώς ιστορικών ξεριζωμών (του ποντιακού Ελληνισμού, του μικρασιατικού, της Κύπρου, των πολιτικών εξορίστων του Εμφυλίου, των μεταναστών στην Αμερική και στην Αυστραλία, των οικονομικών εργατών στη Γερμανία, στο Βέλγιο) είναι και ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Αιγύπτου.

Από την εποχή των ελληνιστικών χρόνων και του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του έως την επανάσταση του Νάσερ, ο αιγυπτιώτης Ελληνισμός άνθησε στο εμπόριο, στα γράμματα, στις τέχνες και στις επιστήμες. Από τον Αβέρωφ, τον Μπενάκη έως τον Καβάφη και τον Τσίρκα, ο Ελληνισμός της Αιγύπτου μαζί με τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας αποτέλεσαν το ακμαίο πολιτιστικό οχυρό του νεοελληνικού δαιμονίου.

Ο Μέντης επέλεξε να δραματοποιήσει τις πληγές της κατάρρευσης του αιγυπτιώτη Ελληνισμού σε μια οικογενειακή περίπτωση. Η γυναίκα και μητέρα τριών παιδιών που μετά τον διωγμό εγκαθίσταται στην Ελλάδα, ενώ ο σύζυγός της παλεύει να διασωθεί μέσα στις δυσμενείς συνθήκες του αραβικού εθνικισμού.

Το έργο του Μέντη δεν είναι πολιτικό με τη στενή σημασία του όρου. Είναι το τραγικό αδιέξοδο μιας γυναίκας που αντιμετωπίζει τη μοναξιά, την ερωτική, την ψυχική, προσπαθώντας να ξεπεράσει πειρασμούς, προκλήσεις, προσβολές και βαθιά κρυμμένες επιθυμίες και απωθημένες ηδονές.

Ο Κωστής Καπελώνης, έμπειρος σκηνοθέτης και δάσκαλος, ένας από τους τελευταίους κληρονόμους μιας υποκριτικής ηθικής, θα έλεγα, του Κάρολου Κουν, καθοδήγησε με σοφία και σεβασμό στο κείμενο τη Μάνια Παπαδημητρίου να προσεγγίσει και να βυθιστεί στα έγκατα ενός ώριμου ρόλου. Η Παπαδημητρίου αναδεικνύεται άλλη μια φορά υποκριτική προσωπικότητα σπάνιας αίσθησης των συναισθηματικών ακροβατισμών. Με χιούμορ, με ειρωνεία, με πίκρα, συχνά με χλεύη αλλά με γενναιοδωρία για τη ζωή, με το ριζιμιό προικιό τής αυτοσυντήρησης ζωγράφισε μια αυθεντική γυναικεία ιδιοσυγκρασία, γνωστή στη γενεαλογία του μοιραίου μας κοινωνικού, ιστορικού και πολιτικού τοπίου.

Η Παπαδημητρίου κεντάει, αλλάζει ρυθμούς, τραγουδά, σιωπά με βογκητά και γελάει με τα αδιέξοδα. Πλήρης ενός καταπιεσμένου αλλά όχι συμπλεγματικού ερωτισμού.

Βολικό το σκηνικό του Ζαχαριουδάκη και όπως πάντα εύστοχη μελωδική διάσταση που δίνει στο κείμενο ο Σταύρος Σιόλας.

Τρία ταλαντούχα νέα φιντάνια του Θεάτρου Τέχνης συνδράμουν σε σκηνές δραματουργικών συγκρούσεων (υποδυόμενα τα παιδιά της Αδαμαντίας) και πλουτίζουν το πραγματικά αξιοζήλευτο θεατρικό αυτό κατόρθωμα: Η Αντιγόνη Σταυροπούλου, ο Βασίλης Παπαδημητρίου και η Χριστίνα Παπατριανταφύλλου.

Κείμενο:

Παναγιώτης Μέντης

Σκηνοθεσία:

Κωστής Καπελώνης

Σκηνικά:

Μανώλης Ζαχαριουδάκης

Κοστούμια: Κατερίνα Σωτηρίου

Μουσική: Σταύρος Σιόλας

Επιμέλεια κίνησης:

Ειρήνη Στρατηγοπούλου

Φωτισμοί:

Κωστής Καπελώνης

Βοηθός σκηνοθέτη:

Κατερίνα Παπαναστασάτου

Ερμηνείες:

Μάνια Παπαδημητρίου, Αντιγόνη Σταυροπούλου, Βασίλης Παπαδημητρίου, Χριστίνα Παπατρια-νταφύλλου