Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα ήταν το δώρο για τη μαμά. Το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», το 1985. Το πήρα από το δισκάδικο της γειτονιάς, ένα από αυτά που ήταν μαζί και φωτογραφείο, και έπρεπε συνήθως να παραγγείλεις έναν δίσκο για να σου τον φέρει σε δύο, τρεις μέρες. Πόσο να είχε; Δραχμές πάντως… Της ζωγράφισα ένα λουλουδάκι στο εξώφυλλο, της έγραψα και μια ευχή παντοτινής αγάπης. Το έχω ακόμη.

Οι γονείς μου είχαν 300-400 πολύ σημαντικούς δίσκους. Κι ανάμεσά τους όλο τον Χατζιδάκι, όλο τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Λοΐζο. Αυτά κληρονόμησα και μεγαλώνοντας μπήκα στη διαδικασία της συλλογής. Θυμάμαι, έψαχνα το «S/S Ιόνιον» των Ξέμπαρκων για χρόνια. Το βρήκα, το βρήκε και μια φίλη που ήξερε ότι το έψαχνα, κι έτσι βρέθηκα με δύο από τα σπάνια αντίτυπα. Ομως πάνω από τη σπανιότητα έβαζα πάντα το συναισθηματικό κομμάτι. Εκεί ανήκουν το «Η Χάρις Αλεξίου σε απρόβλεπτα τραγούδια», τα «Latin» του Νταλάρα, ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι και όλοι οι δίσκοι του Λοΐζου.

Oταν κυκλοφόρησαν τα CD, στην αρχή τα αρνιόμουν. Τελικά, φθάνω σήμερα να έχω πολύ περισσότερα CD (3.600) σε σχέση με τα βινύλια (1.300 δίσκοι αποκλειστικά ελληνικής μουσικής). Το βινύλιο όμως είναι άλλο πράγμα. Εχει υπόσταση. Το πιάνεις στα χέρια, το γυρίζεις, βγάζεις το ένθετο, βάζεις το εξώφυλλο μπροστά στα μάτια σου και το κοιτάς. Το κατέχεις. Βλέπετε, ένας άνθρωπος που μαζεύει δίσκους είναι πάντα υπέρ της ιδιοκτησίας. Κυρίως όμως το βινύλιο έχει ηλικία. Ηλικία διπλή: τη δική του (τα σκρατς του) και τη δική μου, τα παιδικά, εφηβικά, νεανικά μου χρόνια.

Θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής στη Νομική, στα διαλείμματα των μαθημάτων πήγαινα συνέχεια απέναντι, στο υπόγειο του καφέ Σόλωνος και Μασσαλίας, που ήταν ένα ιδιότυπο δισκοπωλείο – ανταλλακτήριο δίσκων. Ολα μου τα λεφτά –χαρτζιλίκι στην αρχή, μισθός μετά –πήγαιναν εκεί.

Κι ύστερα, στο σπίτι, πανηγύρι! Εβαζα το ένθετο με τους στίχους ανάμεσα στα ηχεία, δυνάμωνα και γινόταν συναυλία. Με τραγουδιστή εμένα! Τώρα ακούω πιο αποστασιοποιημένα, αλλά και πάλι όταν πωρώνομαι μπαίνω στην ίδια ακριβώς φαντασίωση –κυρίως οδηγώντας μόνος, βράδυ, με το CD να παίζει στο αυτοκίνητο. Γίνομαι μια κινούμενη συναυλία μέσα στην πόλη.

Πάντα έβαζα τους δίσκους που δεν είχα ακούσει χωριστά και μόνο όταν τους άκουγα τους καταχωρούσα τελικά στη δισκοθήκη αλφαβητικά και στο αντίστοιχο τετράδιο με τον αύξοντα αριθμό. Γραφειοκρατία ολόκληρη, αλλά χωρίς εκσυγχρονισμό. Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να ψηφιοποιήσω τους δίσκους μου. Αγαπώ τη φθορά τους.

Μια ιστορία που δεν θα ξεχάσω είναι όταν είχα αγοράσει το «Δι’ ευχών» στην παρουσίασή του, στο Metropolis. Οταν πήγα στη Λίνα Νικολακοπούλου να μου το υπογράψει, εκείνη κύκλωσε το «Νίκο» του ονόματός της και το «Νίκος» από το όνομα του συνθέτη Νίκου Αντύπα και έγραψε: «Ενας Νίκος υπάρχει πάντα μέσα στη δουλειά μας». Σαν να ήξερε ότι θα μπω στη δουλειά. Εγώ δεν το ήξερα πάντως τότε.

Ο Νίκος Μωραΐτης είναι στιχουργός.