Πόση απόσταση αντέχει να διανύσει ένας καλλιτέχνης για να ανακάμψει από τις χειρότερες στιγμές του; Πόσες επανεφευρέσεις σηκώνει ο δημιουργικός του εαυτός; Από τις παρόμοιες, η περίπτωση της Μαριάν Φέιθφουλ ξεχωρίζει, όχι μόνο με δεδομένη τη ζόρικη μοίρα όσων κοριτσιών των 60s διέθεταν εκτός από τη συνήθως προτιμότερη ομορφιά τους κι άλλες αρετές. Στη δική της ζωή τα ετερώνυμα εμφανίστηκαν νωρίς: ήταν κόρη μιας μπαλαρίνας με αριστοκρατική καταγωγή αλλά και ενός αξιωματικού του βρετανικού στρατού. Πέρασε από σχολή καλογραιών αλλά και από φολκ στέκια, που στο Λονδίνο της εποχής φύτρωναν σαν μανιτάρια, πρόθυμα να στεγάσουν τις ικανότητές της. Που μόνο αμελητέες δεν ήταν: στην πρώτη της μεγάλη κυκλοφορία, το διά χειρός Μικ Τζάγκερ και Κιθ Ρίτσαρντς «As tears go by», η Φέιθφουλ ακουγόταν λεπτή και ανόθευτη. Σύμφωνα με έναν θρύλο, όμως, το τραγούδι τής είχε δοθεί όταν σε ένα πάρτι ο μάνατζερ των Ρόλινγκ Στόουνς, ο Αντριου Λουγκ Ολντχαμ, είχε εντυπωσιαστεί από την εμφάνισή της. «Αντίκρισα ένα αγγελούδι με μεγάλα βυζιά», θα δήλωνε κατόπιν, «και υπέγραψα μαζί του ένα συμβόλαιο».

Η Φέιθφουλ ήταν τότε 17 χρονών. Εκτός των άλλων διέθετε μακριά ξανθά μαλλιά, διαυγή γαλάζια μάτια κι ένα παιδικό σούφρωμα στα χείλη, συστατικά μιας αθωότητας ηδυπαθούς και ποθητής από όλους. Από τον εικαστικό Τζον Ντάνμπαρ ας πούμε, με τον οποίο απόκτησε έναν γιο, και φυσικά από τον Τζάγκερ, για χάρη του οποίου ο πρώτος εγκαταλείφθηκε. Με τον τραγουδιστή των Στόουνς ήταν όταν στα είκοσί της συνελήφθη σε μια έφοδο για ναρκωτικά, η οποία εκτός από κατασχεμένες ουσίες έβγαλε στη δημοσιότητα και την πληροφορία ότι την κρίσιμη στιγμή η Φέιθφουλ φορούσε μια γούνα και μια σοκολάτα Μαρς. Αυτό ήταν: η όμορφη φιλεναδίτσα του Μικ υποβαθμίστηκε σε διεφθαρμένη, ναρκομανή αρτίστα. Δεν είχαν μεγάλη σημασία οι συμμετοχές της σε παραγωγές του Royal Court Theatre ως Ιρίνα από τις «Τρεις αδερφές» ή στο «Δεν θα ξεχάσω ποτέ το όνομά του» του Μάικλ Γουίνερ μαζί με τον Ορσον Ουέλς. Χώρια που σύντομα εθίστηκε στην ηρωίνη και έμεινε άστεγη. «Το να είμαι τζάνκι υπήρξε μια έντιμη ζωή» θα έλεγε πάντως στην αυτοβιογραφία της. «Ηταν η απόλυτη ανωνυμία που είχα στερηθεί από τα δεκαεφτά μου. Τελικά τη βρήκα τριγυρνώντας, εξαρτημένη, στους δρόμους του Λονδίνου».

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ. Ο όρος «ανάκαμψη» δεν αρκεί για όσα κατάφερε μετά. Λίγα χρόνια αφότου είχε χάσει την κηδεμονία του παιδιού της ή αφού είχε αποτύχει οικτρά σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης του NHS, το 1979, με το άλμπουμ «Broken English» έκανε ένα εντυπωσιακό ντεμεράζ: η φωνή της, καταβαραθρωμένη κατά μία σχεδόν οκτάβα, πλέον αναδυόταν σκοτεινή και σπασμένη, τραγουδώντας άσματα σκληρά, που είχε γράψει κι η ίδια. Με σινγκλ σαν το «Why d’ya do it?», επηρεασμένα από το πανκ και με στίχους όπως «γιατί φτύνεις το μουνί μου;», η Φέιθφουλ εγκατέλειπε την εικόνα τής συνεσταλμένης ερμηνεύτριας και ακουγόταν πιο επίκαιρη από τους σταρ που άλλοτε τη γυρόφερναν. Ηταν σαν να έσταζε πίκρα στην παλιά της ηδύτητα, κάτι που συνεχίστηκε μέσα από διασωληνώσεις πιο τζαζ ή καμπαρέ (άλλη ανάκαμψη αυτή) στο «Strange weather» του ’87. Το «Reload» των Metallica τη σύστησε και σε ένα ελαφρώς αδιάβαστο κοινό, ενώ η κινηματογραφική της καριέρα συνεχιζόταν με ταινίες θαρραλέες όσο το «Irina Palm». Μην ξεχνάμε την επανεκτέλεση στο «As tears go by»: «Η σωστή ηλικία για να το τραγουδήσεις είναι τα σαράντα» θα έλεγε. «Οχι τα δεκαεφτά».

Το «Give my love to London» του 2014 διατηρούσε μάλλον απείραχτη την περήφανη μελαγχολία που η Φέιθφουλ είχε όταν κοίταζε πίσω. Την ίδια χρονιά μάθαμε και για ένα καλοκαιρινό πέρασμα από τη Ρόδο, που της κόστισε ένα σπασμένο γοφό, μια εγχείρηση και μια μόλυνση. Δεν είχε ξεχάσει τι είναι τα προβλήματα υγείας: το 2004 είχε καταρρεύσει επί σκηνής, το 2006 είχε διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού που τελικά ξεπέρασε, το 2008 οι γιατροί την είχαν διατάξει να ξεκουραστεί. Ούτε και ψυχολογικά είχε περάσει λίγα –προ ετών αποκάλυπτε ότι παρ’ όλες τις φαντασιώσεις για τα 60s πολλά κορίτσια δεν μπορούσαν να απολαύσουν το σεξ χωρίς τη συμπαράσταση κάποιας ουσίας. Οι αποστάσεις που έπρεπε στη συνέχεια να διανυθούν μόνο πεπρωμένο δεν ήταν. Οχι, στην περίπτωση της Φέιθφουλ δεν φταίει που εκείνος ο αριστοκράτης πρόγονός της ήταν ο Λέοπολντ φον Ζάχερ-Μαζόχ. Το ότι κάποτε χάρισε στον Τζάγκερ το «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» κι εκείνος έγραψε το «Sympathy for the Devil» δεν λέει και πολλά. Ισχύει άραγε το ίδιο και με τους ρόλους του Θεού και του Διαβόλου, που αυτός ο πληθωρικός άγγελος είχε υποδυθεί αντίστοιχα στην σειρά «Absolutely fabulous» και στο μιούζικαλ «Black rider»; Φυσικά. Στα όρια της καλλιτεχνικής επικράτειας, δεν θα μπορούσαν να τύχουν σχεδόν στον καθένα;