Αν αφαιρέσεις τίτλους, μετοχές και οσφυοκάμπτες, αυτό που συνήθως μένει από κάποιον που θέλει να αποκαλείται αφεντικό μιας ομάδας είναι ένας άνθρωπος που καίγεται από την επιθυμία να γίνει προπονητής.

Η πλειονότητα των αφεντικών αποδέχεται τον ρόλο του παρατηρητή σβήνοντας τη φωτιά που καίει τα σωθικά τους.

Υπάρχουν όμως κι αυτοί που βιώνουν μια νόθα κατάσταση. Δρουν, ομφαλοσκοπώντας κατ’ εξακολούθηση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των λόγων και των πράξεών τους. Νιώθουν πως το επιχείρημα «έχω παίξει μπάλα» τους προσφέρει συγχωροχάρτι. Αισθάνονται ευλογημένοι, σοφοί, παντογνώστες. Κρίνουν αθλητές και προπονητές με τριτοκοσμικού τύπου συμπεριφορές. Σπιλώνουν, προσβάλλουν, διασύρουν ανθρώπους με μόνο κατηγορητήριο μια κακή τους στιγμή. Η αμφισβήτηση μπορεί να δικαιολογηθεί όταν παρατηρείται συσσώρευση λαθών. Οχι όμως η χειροδικία και η διαπόμπευση.

Η ρίψη των αθλητών στις αγέλες των εξεδρών πρέπει να αποδοκιμαστεί ως θανάσιμο αμάρτημα και να τιμωρείται παραδειγματικά.

Τα εργαλεία του ποδοσφαίρου επιτρέπουν το φρενάρισμα της φθίνουσας αξιοπιστίας είτε πρόκειται για αθλητή είτε για προπονητή είτε για διαιτητή είτε για τους επί γης απεσταλμένους του θεού του αθλήματος που μετρούν την αντροσύνη τους με πεντακοσάευρα.

Οπως έγραφε όμως και ο Γκαλεάνο, «το ποδόσφαιρο δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς γιατί εμπεριέχει ένα σύστημα εξουσίας χωρίς καμία ηθική, που αγοράζει την αποτελεσματικότητα σε οποιαδήποτε τιμή».