Εχουμε πολλές αφορμές να αναλογιστούμε αν λύθηκε το χειρόφρενο και η Ιστορία άρχισε να κυλάει προς τα πίσω. Το Ωραιόκαστρο προσφέρει άλλη μια.

Το Προσφυγικό εγείρει θέματα διακρίσεων. Κάποιοι δεν θέλουν τα προσφυγόπουλα στα ελληνικά σχολεία. Το φάσμα ενός απαρτχάιντ στην εκπαίδευση πλανάται ξαφνικά πάνω από την ενδοχώρα. Διότι τι άλλο θα εξέφραζε η υλοποίηση της «πρότασης» –που ακούγεται ξαφνικά από διάφορα χείλη –να πηγαίνουν τα προσφυγόπουλα σε σχολεία εντός των κέντρων όπου κρατούνται –γιατί αυτή είναι η σωστή λέξη –οι πρόσφυγες;

Φυσικά, μετά την τύχη των Χριστιανοδημοκρατών της Ανγκελα Μέρκελ στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, ουδείς τολμάει να τα βάλει με τη βαθιά κοινωνία στο Προσφυγικό. Μια αόρατη τεκτονική πλάκα της πολιτικής συνδέει υπόγεια το Μεκλεμβούργο – Πομερανία με το Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης. Φαίνεται στην αμηχανία και στα στρογγυλέματα της αντίδρασης της ΝΔ, η οποία μπορεί να πήγε στο Μοσχάτο, αλλά δεν απέβαλε τον ακροδεξιό αλληθωρισμό που ταλαιπωρεί την ίδια και τα συντηρητικά κόμματα ανά την Ευρώπη.

Από την άλλη μεριά όμως υπάρχει μια κυβέρνηση που σερβίρει το Προσφυγικό ωμό. Αυτοί που θα λιάζονταν στις πλατείες –αν δεν ξεβράζονταν ως πτώματα στις ακρογιαλιές –είναι τώρα εκτοπισμένοι σε στρατόπεδα και καταυλισμούς ανά τη χώρα μαζί με τα παιδιά τους. Εχουν αποτελέσει αφορμή για ανθρωπιστικές κορόνες διαφόρων υπουργών ή του Πρωθυπουργού, αλλά αντιμετωπίζονται με την ελάχιστη δόση ανθρωπισμού από ένα κράτος που αδρανεί για την επαναπροώθησή τους και δεν έχει καμία πολιτική μέριμνα για την ενσωμάτωσή τους –ή τις στοιχειώδεις ανάγκες τους –σε κανένα επίπεδο. Το μόνο που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι πόσο θα τους υπερτιμολογήσει –ξεπερνώντας και τη Νορβηγία.

Είναι θλιβερά τραγικό, αλλά οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν καύσιμη ύλη στην υψικάμινο της ελληνικής πολιτικής.